Όσα ακολουθούν είναι από τη χειρόγραφη εργασία μου με τίτλο
ΓΝΩΣΙΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ – ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΟΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ
Οδοί και πλατείες και τα σημαινόμενά τους, διατυπωθέντα εγκυκλοπαιδικώς και συμπληρωθέντα βιβλιογραφικώς αλλά και μετά κειμένων διαφωτιστικών,
η οποία επί του παρόντος εκτείνεται σε 175 σελίδες. Η εργασία μου αυτή ανασυστήνει τους δρόμους και τις πλατείες του Συνοικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας, πριν τις μετονομασίες ή και άλλο “πείραγμά” τους, που κατά τη γνώμη μου έχουν τραυματίσει τον χαρακτήρα του, ζωντανεύοντας κατά το δυνατό τις Μικρασιατικές Πατρίδες, προάγοντας συνάμα τη γνώση για τη Μικρασία.
“[Η οδός Πατριάρχου Κωνσταντίνου] αναφέρεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντίνο ΣΤ’, ο οποίος γεννήθηκε και αυτός στην πόλη των Μαμέληδων (ο λόγος για την αγωνίστρια δασκάλα της Νέας Φιλαδέλφειας Κατίνα Μαμέλη και τον θείο της γιατρό και ποιητή Απόστολο Μαμέλη, αδελφοποιτό του Κωστή Παλαμά), τη Σιγή της Προύσης το 1859. Παρακολούθησε μαθήματα στην αστική σχολή της γενέτειράς του και μετά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1877-1885). Υπήρξε Καθηγητής των Θρησκευτικών για ένα χρόνο και ακολούθως διέδραμε διάκονος, πρεσβύτερος, πρωτοσύγγελος, επίσκοπος βοηθός Μητροπολίτη, Μητροπολίτης και τέλος στις 17 Δεκεμβρίου 1924 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Στις 30 Ιανουαρίου 1925, θεωρηθείς ανταλλάξιμος, αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη, όπου και διέμεινε επί εξάμηνο φιλοξενούμενος του εκεί Μητροπολίτη· κατόπιν μετέβη στη Χαλκίδα και κατέληξε στον Μικρασιατοπροσφυγικό συνοικισμό της Νέας Φιλαδέλφειας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ’ εκκλησιαζόταν τακτικά στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγίτσα), που τότε ήταν μια ξύλινη παράγκα και συναντιόταν συχνά στη Νέα Φιλαδέλφεια με τον Μαδύτιο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο (Παπαδόπουλο). Απεβίωσε στο σπίτι του, στην πλατεία Πατριάρχου, μετά τα μεσάνυχτα της 27ης προς την 28η Νοεμβρίου 1930, από ασθένεια 45 ημερών. Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο των Αθηνών, του αποδόθηκαν τιμές Αρχηγού Κράτους, Πρωθυπουργού όντος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου [βλ. Εκκλησία 8 (1930), σελ. 394-396]. Μίλησε φυσικά και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος (Παπαδόπουλος). Ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ ήταν σε όλους γνωστός ως “μύστης της τουρκικής γλώσσης άριστος και των νόμων της Πολιτείας τέλειος κάτοχος”, έχων παράλληλα τη διπλωματική ικανότητα “να καλλιεργή τας αρίστας των σχέσεων μετά των οικείων Πολιτικών Αρχών επ’ αγαθώ του ποιμνίου αυτού” [βλ. Πολυκάρπου Μύρων “Επιμνημόσυνος Λόγος εις τον Αοίδιμον Πατριάρχην Κωνσταντίνον”, Ορθοδοξία, 6 (1931), σελ. 62-68]. Για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντίνο ΣΤ’ έχει δημοσιεύσει για τα 80 χρόνια από την Κοίμησή του ο Χρήστος Π. Μπαλόγλου στη Μικρασιατική Ηχώ (έκδοση της “Ενώσεως Σμυρναίων”), αριθ. Φύλλου 408, Νοέμβριος Δεκέμβριος 2010, σελ. 6. Η “Ένωσις των Σιγηνών” εξέδωσε ψήφισμα για τον Κωνσταντίνο ΣΤ’ ως “τιμήσαντος το Γένος και την Εκκλησίαν και της γενετείρας αυτού πατρίδος Σιγής υπάρξαντος το σέμνωμα”, ενώ και τα Μικτά Επαρχιακά Συμβούλια των εν Μικρά Ασία Εκκλησιαστικών Περιφερειών συνελθόντα σε κοινή συνεδρίαση εξέφρασαν “την βαθείαν λύπην σύμπαντος του εν Ελλάδι Προσφυγικού Κόσμου επί τω θανάτω του πολυπαθούς Ιεράρχου”.