Όσα καταχωρώ σήμερα στον Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας απόσπασμα είναι από ένα κείμενο που φέρει την υπογραφή του καθηγητή φιλολογίας Περ. Εμμ. Κομνηνού, το οποίο με τίτλο “Θεόκτιστα Τείχεα” είχε δημοσιευτεί στο καλό περιοδικό Νέα Εστία το Μάιο του 1966 – ας διαβαστούν με προσοχή:
“Σήμερα, ύστερα από το 1922, το Φανάρι έχασε τον καθαρώς ελληνικό χαρακτήρα του. Πολλοί από τους Έλληνες κατοίκους του έφυγαν στο Πέραν. Άλλοι, Τούρκοι αυτοί, ήρθαν στην θέση τους. […]
Φυσικά και οι δρόμοι του και τα σπίτια του πολύ λίγη σχέση έχουν πια με ό,τι ήταν εδώ και εκατό ακόμη χρόνια. Ο Θεόφιλος Γκωτιέ που ταξίδεψε στην Πόλη γύρω στα 1850, δεν είχε βρει την εποχή εκείνη μέσα στην πρωτεύουσα άλλα λιθόχτιστα οικοδομήματα, παρά μόνο τα τζαμιά, τα τείχη, τις κρήνες και τα ελληνικά σπίτια του Φαναρίου. Γεροκτισμένα αρχοντικά με χοντρούς τοίχους που θύμιζαν μικρούς μεσαιωνικούς πύργους, με σιδερένια αλεξίσφαιρα παραθυρόφυλλα (“παραθύρια σφαλίσματα”) και με πελώρια κιγκλιδώματα (“δρύφρακτα”) μπροστά από παράθυρα στενά, σαν πολεμίστρες.
Τα σπίτια αυτά είχαν χτιστεί από τους Έλληνες αρχιτέκτονες που συνέχιζαν, ύστερα από την Άλωση, την βυζαντινή παράδοση, στον τύπο που είχε διαμορφωθεί για την αστική κατοικία από τον Θ’ αιώνα. Δεν διέφεραν πάντως από τα βυζαντινά σπίτια του ΙΓ’ αιώνα. Δεν είχαν περισσότερα από δύο με τρία πατώματα, ενώ συχνά τα υψηλότερα προεξείχαν σε σχέση με τα χαμηλότερα· άλλα είχαν “σωλάρια” ή “εξωστάρια” ή “εξωπέταστα” ή “κρεμαστά”), κλειστούς δηλαδή εξώστες. Τα παράθυρα ήταν με αψιδωτά τόξα ή ορθογώνια. Οι στέγες, με δώματα ή κεραμοσκέπαστες, ακουμπούσαν σε γείσα (“κοσμήτας” ή “ριγλία” ή “στηθαία”) από τρεις σειρές τούβλα τοποθετημένα διαγωνίως. Οι εσωτερικές θύρες ήταν ξύλινες, πλούσια διακοσμημένες, συχνά όμως τις αντικαθιστούσαν με παραπετάσματα (“βήλα”), όπως και πριν την Άλωση.
Ως τις αρχές του ΙΘ’ αιώνος σώζονταν όλα σχεδόν τα σπίτια αυτού του τύπου, αρκετά μάλιστα χτισμένα πριν από την Άλωση, ανάμεσα στ’ άλλα το αρχοντικό του Βαΐλου της Βενετίας. Αλλά και σήμερα στην παραλία, έξω από τα τείχη, προς την πλευρά ιδίως του Μπαλατά, υπάρχουν ακόμη, εγκαταλελειμμένα, ρημαγμένα, παραδομένα στην λήθη, μερικά τελευταία δείγματα από τ’ αρχοντικά των Φαναριωτών”.
Προσθέτω πως το κείμενο του Περ. Εμμ. Κομνηνού με τίτλο “Θεόκτιστα Τειχέα” περιλαμβάνεται και στην έκδοση Κωνσταντινούπολη, πόλη του μύθου και της ιστορίας (επιλογή κειμένων Θανάσης Θ. Νιάρχος), που κυκλοφόρησε το 2013 από την εφημερίδα Τα Νέα.
Κώστας Π. Παντελόγλου