“Ο Κοσμάς είναι εφτάψυχος. Μα λέω πως θα πεθάνει γρήγορα: αύριο, σε μια βδομάδα ή σ’ ένα μήνα, γιατί μες στο κεφάλι του έχει μια δόγα* παραπάνω από το κανονικό και θα τον καταστρέψει… Είναι μια αρρώστια που δε θεραπεύεται. Τώρα θα σου εξηγήσω τι πράμα είναι.
Στην καρδιά του κάθε ανθρώπου υπάρχει ένα σαράκι που κοιμάται. Στο νερόβραστο άνθρωπο το σαράκι δεν ξυπνά ποτές ή ξυπνά πολύ σπάνια, και τότες ο νερόβραστος ξυπνά, χασμιέται και ξανακοιμάται. Αυτός ο άνθρωπος σκοντάφτει δέκα φορές τη μέρα απάνω στην ίδια πέτρα, θυμώνει, βλαστημά, μα δε σηκώνει την πέτρα. Η όταν έχει μια πόρτα που τρίζει, τον φτάνει να να λέει “Α, αυτή η καταραμένη πόρτα!” και δεν πιάνει να της βάλει λίγο λάδι. Αυτό τον άνθρωπο ο Θεός, δεν ξέρω γιατί, τον δημιούργησε στα τέλη της βδομάδας, όταν το μυαλό του είχε κουραστεί, από τα τόσα θαμαστά πράματα που έκανε πριν από τον άνθρωπο.
Μα ο δαίμονας που σουλατσάριζε και κριτικάριζε έξη ολόκληρες μέρες το Δημιουργό, βρήκε ευκαιρία την Κυριακή και πρόστεσε στο κεφάλι του ανθρώπου μια δόγα περισσότερη, τη δαιμονιακή δόγα, αυτή που κάνει τον άνθρωπο να λυσσάει μόλις δεν του αρέσει κάτι ή κάτι του αντιστέκεται.
Βέβαια, τη νύχτα που πέρασε πριχού γίνει αυτό από το διάολο, ο κανονικός άνθρωπος βρήκε τον καιρό να γιομίσει τη γης από ηλίθιους, κι αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι που το αίμα τους είναι κακό είναι τόσοι λίγοι. Ως τόσο οι άνθρωποι με τη δόγα στο κεφάλι είταν αρκετοί για να αναστατώσουν τον κόσμο και να χαλάσουν τη θεϊκή ειρήνη, σε τέτοιο βαθμό που μια μέρα πήγε ο Άγιος Πέτρος και παραπονέθηκε στο Δημιουργό: “Κύριε, του είπε, ο βοσκός μου δεν είναι σαν το δικό σου, ήσυχος, φρόνιμος, υποταγμένος και καλό παιδί. Ο δικός μου κάνει φασαρίες: αν χαθεί ένα αρνάκι, παίρνει τους σκύλους και ψάχνει να το βρει παρατώντας το κοπάδι στους λύκους. Αν το τυρί βγει ταγκό, το αρπάζει και μου το πετά κατάμουτρα. Και για ένα ψύλλο που τον τσιμπά τη νύχτα, αναστατώνεται και δε με αφήνει να κοιμηθώ. Κύριε, είμαι πολύ στεναχωρεμένος!”
Ο Δημιουργός πήρε το μπαστούνι του κι έφυγε αμέσως, έχοντας τον Άγιο Πέτρο στο πλάι του. Όταν φτάξανε στα βοσκοτόπια, ο βοσμός του Υψίστου κοιμόταν με το στόμα ανοιχτό· ξύπνησε και χαιρέτησε με πολύ σεβασμό. Ο Κύριος τον ευλόγησε. Ο βοσκός του Αγίου Πέτρου καθόταν απάνω στο λόφο κι έπαιζε με τόσο πάθος τη φλογέρα του που ο Θεός σταμάτησε ν’ ακούσει, ύστερα του άγγισε τον ώμο: “Πες μου, φίλε, γιατί παρατάς το κοπάδι σου και τρέχεις να βρεις ένα πρόβατο που χάθηκε;”. “Γιατί αυτό που χάνεται είναι πάντα ένα απ’ αυτά που αγαπώ πιο πολύ”, απάντησε ο τσομπάνης, χωρίς σεβασμό, πράμα που δεν άρεσε στο Θεό. “Παιδί μου, βρίσκεσαι εδώ για να υπηρετείς. Ν’ αγαπάς ή να μισείς, δεν είναι δουλειά του υπηρέτη!”. Ο άλλος θύμωσε: “Και τι λοιπόν, δεν είμαι κι εγώ, πάνω απ’ όλα, άνθρωπος;”. Βλέποντας ο Κύριος την αυθάδειά του τον κοίμησε βαριά, του εξέτασε το κρανίο και φώναξε: “Στόλεγα, είναι δουλειά του Πειρασμού. Αυτό το κεφάλι έχει μια δόγα παραπάνω!”. Και του την αφαίρεσε. Ο βοσκός ξύπνησε μερωμένος, φρόνιμος, υποταγμένος, καλό παιδί. Ζήτησε συγνώμη που τον βρήκανε να κοιμάται, χαιρέτησε με σεβασμό, δεν ξανάπαιξε πια τη φλογέρα του και δεν είχε πια μήτε αγάπη, μήτε μίσος, παρά όσα χρειάζεται για ένα υπηρέτη. Η παραπανίσια δόγα του Κοσμά είναι η ζωή του όλη. Αν ήμουνα Θεός, δε θα του την έβγανα”.
Παναΐτ Ιστράτι, Μπάρμπα Αγγελής, μετάφραση Γιάννη Μαγκλή, Εκδόσεις Αγγελάκη, χ.χ.
(*) δόγα: η κυρτή σανίδα του βαρελιού