Image

Η αποσύνθεση της ελληνικής παιδείας

Το παρακάτω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1927 στο περιοδικό “Αναγέννηση” και είναι απόσπασμα της Διακήρυξης της Διοικητικής Επιτροπής του “Εκπαιδευτικού Ομίλου”, μιας διακήρυξης γραμμένης από την πένα του Δημήτρη Γληνού, μετά την αποχώρηση από τον Όμιλο της “συντηρητικής” τάσης υπό τον Αλ. Δελμούζο. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, οι διαπιστώσεις της ριζοσπαστικής τάσης του “Εκπαιδευτικού Ομίλου” παραμένουν επίκαιρες στην ουσία τους και αποκαλυπτικές ως προς την αδυναμία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών με τρόπο επωφελή για την αυτονομία των μελών του. Ιστορικώς ετερόνομοι, οι Έλληνες, “προσοντούχοι αγράμματοι”, κατά τον Γληνό, ακκίζονται κι έναν αιώνα αργότερα για την περιδιαγραμμάτου ιδιαιτερότητα της φυλής… [Το κείμενο ξαναδημοσιεύτηκε το 1972 στον τρίτο τόμο των Εκλεκτών Σελίδων του Δημήτρη Γληνού, που εξέδωσε με περισσό θάρρος μέσα σε άνυδρη, πλειονοψηφικώς, εποχή ο “Στοχαστής” του Λουκά Αξελού]

π.

“Ποια είναι η σημερινή κατάσταση της ελληνικής παιδείας;

Η ελληνική παιδεία παρουσίασε έντονα όλα τα γνωρίσματα της αθλιότητας του κοινωνικού και πνευματικού καθεστώτος, που κυριάρχησε από τον καιρό της Επανάστασης του 1821. Φεουδαρχισμός με κούφιες αστικές φόρμες στην πολιτική και κοινωνική ζωή, αρχαϊσμός, ολιγαρχικό πνεύμα και αντιλαϊκότητα στην παιδεία.

Μετά εκατό χρόνια λεύτερης ζωής ο περιούσιος λαός είναι κατά τα 55% αναλφάβητος, δηλαδή στο τελευταίο σκαλοπάτι της αγραμματωσύνης μέσα στην Ευρώπη. Οι άρχοντές του και επίσημοι πνευματικοί του αντιπρόσωποι τον απατούν αναίσχυντα. Δισεκατομμύρια, στραγγισμένα από τον ιδρώτα του λαού, μεταμορφώθηκαν σε πολυτελέστατα ιδιωτικά μέγαρα σε κολοσσιαίες περιουσίες τοποθετημένες στο εξωτερικό αφορολόγητες, και στα παιδιά του λαού το κράτος παρέχει ως σήμερα σταύλους για σχολειά, θρανία στρεβλωτικά και άχυρα για πνευματική τροφή. Και ο λαός προτιμάει την αγραμματωσύνη από τον όλεθρο της υγείας του και από το στρέβλωμα του νου του. Το μόνο, που προσπάθησε να οργανώση ο κοτζαμπασισμός, μια υπερτροφική Μέση Παιδεία, έχει κι αυτή όλα τα γνωρίσματα του μεσαίωνα και είναι το ίδιο αντιλαϊκή στην ουσία της, παραστρατημένη και άκαρπη.

Όσο για το βαθύτερο πνευματικό της περιεχόμενο περνάει κι αυτή τα τελευταία τριάντα χρόνια μια περίοδο καθαρά αποσυνθετική.

Τα παλιά της ιδανικά, που την κυριάρησαν όλο το δέκατο ένατο αιώνα έπεσαν συντρίμμια και κανένας δεν πιστεύει ειλικρινά σ’ αυτά.

Ποιος πιστεύει σήμερα στην ανάσταση του αρχαίου πολιτισμού, ποιος πιστεύει καν ειλικρινά στην ανάσταση των εξωτερικών μορφών του, ποιος πιστεύει ειλικρινά και σ’ αυτό το ξερό γλωσσογραμματικό ιδανικό;

Μα ενώ έλειψε η πίστη σ’ αυτό το άπιαστο, ρωμαντικό και σχολαστικό κατασκεύασμα, μήπως αναπληρώθηκε με μια σωστή αντίληψη και μια επιστημονική ιστορική κατανόηση του αρχαίου κόσμου, έτσι που αυτή ν’ αντικαταστήσει το συντριμμένο είδωλο;

Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου ούτε στον ψευτοκλασικισμό πιστεύει πραγματικά, ούτε ένα νεοκλασικισμό συγχρονισμένο καλλιεργεί, ούτε από μια καθαρή επιστημονική αντίληψη του αρχαίου κόσμου έχει ιδέα. Ένα τυφλό επαγγελματικό πείσμα κρατάει σήμερα κλειστά τα μάτια των κλασικιστών. Η ψυχή τους είναι άδεια, μα δεν τολμούν ν΄ ανοίξουν τα μάτια τους και ν’ αντικρίσουν την πραγματικότητα.

Μα δεν είναι μικρότερη η ολιγοπιστία και η κενότητα μέσα στις ψυχές και για το θρησκευτικό και για το πατριωτικό ιδανικό, χωρίς στη θέση τους να έχει μπη τίποτα άλλο.

Και αυτό ακόμα το ιδανικό της απλής πολυμάθειας ή της ακριβολογημένης γνώσης είναι ξεπεσμένο.

Όλος ο μηχανισμός της παιδείας μας κινιέται αυτόματα και μηχανικά πάνω στα παλιά καλούπια, μα δεν αλέθει πια ούτε στάρι ούτε καν σκύβαλα. Τρίζουν απαίσια τα σκουριασμένα σιδερικά του.

Αυτό το αποσυνθετικό φαινόμενο μη μπορώντας ή μη θέλοντας να το εξηγήσουν οι πρόμαχοι των περασμένων, το αποδίνουν στους “μαλλιαρούς” και στην “ολέθρια” εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Ενώ είναι αλήθεια, ότι η μεταρρυθμιστική κίνηση, που αντιπροσώπευε τις ιδέες της νέας αστικής τάξης δεν πρόφτασε να φέρη μέσα στην παιδεία τις δικές της ιδέες.

Δεν κατάχτησε το Πανεπιστήμιο, ούτε τα Διδασκαλεία του Κράτους, δεν έκαμε προγράμματα νέα, οργάνωση σχολειών νέα. Δεν άλλαξε το εσωτερικό πνεύμα της παιδείας.

Δεν πρόφτασε παρά μόνο να φέρη τη δημοτική γλώσσα στις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολειού και να κρούση την ψυχή των δασκάλων, φέρνοντάς τους το μήνυμα και τη λαχτάρα κάποιου νέου κόσμου, που δεν τους ανοίχτηκε ακόμα.

Έτσι σήμερα έχουμε παιδεία χωρίς ιδανικά και ιδανικά νέα χωρίς παιδεία.

Νεοκλασικισμός, Δημοτικισμός, Συγχρονισμός, Δημοκρατική Παιδεία, Επιστημονισμός, Πραχτική Παιδεία, Τεχνική Παιδεία, Καλαισθητική Αγωγή, δεν πρόφτασαν καν να πάρουν καθαρή μορφή στη συνείδηση των φωτισμένων της αστικής τάξης και αυτή έγινε κι όλας δύσπιστη σ’ αυτά, έχασε κάθε πεποίθηση στις “νέες ιδέες”, γιατί έγινε συντηρητική και καχύποπτη και αναγκάζει τους πνευματικούς της αντιπροσώπους να στραφούν πίσω, να αναζωογονήσουν το Μεσαίωνα, να ξαναταριχέψουν τους νεκρούς.

Δισταχτική, αναποφάσιστη, πισωδρομική η άρχουσα σήμερα τάξη αφήνει να ξεπέση οριστικά όλος ο εκπαιδευτικός της οργανισμός σε μια συμφεροντολογική βιομηχανία προσοντούχων αγραμμάτων.

Την παιδεία την αιστάνεται για βάρος η σημερινή ελληνική κοινωνία.

Ούτε να δαπανήση γι’ αυτή θέλει, ούτε να στοχαστή σοβαρά. Η οργάνωσή της είναι παλιά, άχρηστη, αντιλαϊκή, τα προγράμματα και οι μέθοδές της καθυστερημένες, η διοίκησή της κακή, ο δάσκαλος φτωχός βιοπαλαιστής και άτελα μορφωμένος, τα χτίριά της σταύλοι, τα διδαχτικά μέσα πρωτόγονα ή ανύπαχρτα. Και όμως το κράτος θέλει οικονομίες από την παιδεία, το κράτος, που με εξήμισυ εκατομμύρια ψυχές ξοδέβει σήμερα ακόμα για ολόκληρη τη μέση και τη δημοτική παιδεία του, τα μισά από όσα ξοδέβει μόνο η συντριμμένη από τον πόλεμο πόλη της Βιέννης, με πληθυσμό 1.800.000, για τα δικά της δημοσυντήρητα σχολειά!”