Όσα καταχωρώ σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” απόσπασμα είναι από ένα κείμενο του Αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, που είχε δει το φως της δημοσιότητας στην έκδοση του Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας του Μάριου Βαϊάνου με τίτλο “Εικόνες από την Ελλάδα” (Αθήνα, 1948, Σελ. 87-90). Το κείμενο αυτό, που επιγράφεται “Τα Παλιά Αθηναϊκά Σπίτια”, έχει περιληφθεί και στο βιβλίο του Άρη Κωνσταντινίδη “Για την Αρχιτεκτονική. Δημοσιεύματα σε εφημερίδες σε περιοδικά και σε βιβλία 1940-1982. Βιβλιογραφία”, Εκδόσεις Άγρα Αθήνα 2004, Σελ. 80-88. Η πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου του Άρη Κωνσταντινίδη έγινε από τις Εκδόσεις Άγρα το έτος 1987.
“[…] εδώ στην Αθήνα -μου έλεγε ο ξένος μου- πού είναι μια Αθηναϊκή Αρχιτεκτονική, πού είναι μια τυπική και χαρακτηριστική μορφή αθηναϊκού σπιτιού, που να εκφράζει […] την αθηναϊκή ζωή και τον Αθηναίο του τόπου;
Είχε, αλήθεια, δίκηο ο ταξιδιώτης μου, και θα ‘χει ίσως ακόμα για πολύν καιρό ο κάθε ξένος, όταν μπροστά στα πιο σύγχρονα αθηναϊκά οικοδομήματα δεν έβρισκε παρά μονάχα την άμορφη μάζα μιας καταπληκτικής ακαλαισθησίας. Κι εγώ -σαν Έλληνας τώρα- αισθανόμουνα πιο φοβερή την ντροπή, όταν θα έπρεπε να παραμερίσω τα κατασκευάσματα μιας ολόκληρης πιο νέας αθηναϊκής οικοδομικής, για να του δείξω πως αυτό που ζητούσε υπάρχει. Κρυμμένο όμως -αλοίμονο!- και ίσως αγνοημένο και παρανοημένο, αλλά ζωντανό, όταν το βρει κανείς και χαρακτηριστικό και απέριττο και κλασικό… – έπρεπε να το δει ο ξένος, λοιπόν, το έργο αυτό, το αρχιτεκτονικό, του αθηναϊκού χώρου. Το σύμφωνο με την γραμμή και την πνοή του τοπίου που δέχεται την μορφή του, το ταιριασμένο με την αθηναϊκή μας κλιματική διαύγεια, ανοιχτό στον ήλιο και στο φως και στον ουρανό και στην βλάστηση ενός ελληνικού κόσμου. Κι ακόμη λιτό και αγαθό και έντιμο και ηθικό, μετουσίωση και εικόνισμα ενός ανθρώπινου εσωτερικού νόμου.
Αυτονόητο είναι λοιπόν πως δεν φάνηκα εύκολος ή πρόχειρος απέναντι στο αίτημα του ξένου μου φίλου. Και δεν αρκέστηκα σε μιαν επιφανειακή επίδειξη, […] αλλά τον παίδεψα, όπως τον εαυτό μου κάποτε, σε μιαν αντικειμενική και πιο πραγματική θεώρηση και ζήτησα να του εξηγήσω. Να του αποκαλύψω δηλαδή το πραγματικό κάλλος της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής αρετής, που υπάρχει. Βέβαια σε μικρή μόνο έκταση, όμως τόση όση χρειάζεται για να δηλωθεί πως η ζωντάνια και η αισθητική αρετή δεν έχουν χαθεί ακόμη από αυτόν τον τόπο.
Μια μικρή ιστορική εισαγωγή ήτανε απαραίτητη, πριν οδηγήσω τον φίλο μου στην αξιόλογη αθηναϊκή αρχιτεκτονική οδοιπορία. Στάθηκε αναγκαίο να του θυμίσω κάτω από ποιες συνθήκες γεννήθηκε η ελεύθερη νεοελληνική ζωή και πώς μέσα από έναν κόσμο ερειπίων άρχισε, στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, να οικοδομείται ο νεοελληνικός χώρος.
Γι’ αυτό και έφερα στην μνήμη μου πάλι, και στην γνώση του φίλου μου ξένου, τούτα τα λόγια του Καποδίστρια από το 1828:
[…] “Εκάματε έργα πολεμικά αθάνατα· βασιλείς και έθνη σάς επαίνεσαν, αλλά πίστευσέ μου δια πολυετίαν ακόμα η ζώνη του προδρόμου πρέπει να είναι ο στολισμός μας, όχι χρυσοΰφαντη χλαμύδα. Ως οι παλαιοί ήρωες ή βασιλείς της Ελλάδος πρέπει να φυτεύωμεν δέντρα, να ανοίγωμεν δρόμους, να παλεύωμεν με τα θηρία του δάσους, να δέσωμεν την κοινωνίαν μας με νόμους συμφώνους προς το έθνος μας· ούτε οπίσω ούτε μπρος του καιρού μας· μη μου ζητείτε ζωγραφιαίς πολύτιμαις εις οικοδόμημα ακόμη ατελείωτον. Μέτρον μας και άστρο: εις δεινά ελληνικά θεραπεία ελληνική. Με το στόμα μας, όχι ως χειρούργοι της Ευρώπης κόφτοντας, αλλά με το στόμα μας να βυζαίνομεν το έμπνον της πατρίδος, δια να την γιάνωμεν”.
Τα όμορφα αυτά λόγια -που τα σημειώνω γιατί πρέπει να χαράξουμε βαθειά μέσα μας την σημασία τους- δεν έχουνε ίσως παρά μονάχα το νόημα μιας ηθικής διδαχής, δείχνουνε ωστόσο κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα φύτρωναν τότε στην παλιά εκείνη εποχή τα οικοδομήματα, η νεώτερη Ελληνική Αρχιτεκτονική, και ποιες ανάγκες θα είχε αυτή να εκπληρώσει. Και δεν παραλείπουν βέβαια ακόμη να αφήσουν να διαφανεί ποιο θα έπρεπε να είναι το αρχιτεκτονικό πνεύμα που θα μορφοποιούσε κάποια αιτήματα και κάποιον νεώτερο κοινωνικό ρυθμό, όσο και αν αυτός θα σχηματιζόταν κιόλας στην ίδια εκείνη πρώτη στιγμή, μαζί με το πρώτο λιθάρι που θα εθεμελίωνε το πρώτο χτίσμα. […]
Αλλά δεν πρόκειται τώρα να σημειώσω ολόκληρη την ιστορία. Ούτε και ν’ αναφέρω γνωστά ίσως πράγματα, δηλαδή κάτω από ποιες ιστορικές συνθήκες άρχισε να οικοδομείται ο νέος τότε αθηναϊκός χώρος. Θα ήθελα μόνο να τονίσω πόσο σκληρή στάθηκε η ελληνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής και πόσο άπρεπα αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα για όλες τις περιπτώσεις.
“Ο ξενοφερμένος βασιλιάς” -είναι ο λόγος τώρα του Ίωνα Δραγούμη- “με οργανωτές χοντρούς Βαυαρούς, αντίγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισοπεδωτικά, τους νέους τους έστελναν στην Ευρώπη για να σπουδάσουν ευρωπαϊκά και, άμα ξαναγύριζαν με το δίπλωμα στο χέρι, τους είχαν για θεούς. Οι μικροί αυτοί διπλωματούχοι θεοί, καταφουσκωμένοι από ξένη μάθηση κακοχωνεμένη, πολεμούσαν να κλονίσουν ακόμα περισσότερο την πεποίθηση των Ρωμηών στον εαυτό τους· ο γερμανομαθημένος αρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του από την Γερμανία δείγματα σπιτιών … Και ό,τι έφτανε ίσια απ’ την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε, ό,τι εντόπιο ήταν περιφρονημένο… Το μόνο που θέλησαν να κρατήσουν ελληνικό, και αυτό όμως όχι νεοελληνικό, ήταν οι τύποι, η φάτσα, η εξωτερική μορφή… Και αρμένιζε η Ελλάδα όλη κατάισα κατά κάποιον αρχαιόμορφο και ξενότροπο μαϊμουδισμό, που έκαμε το ελληνικό μυαλό να παραδέρνη σε μια λιμνοθάλασσα από ιδέες παλιές και νέες”.
Έτσι αντί να κυριαρχήσει ένας οξύτατος ρεαλισμός -“ούτε οπίσω ούτε εμπρός το καιρού μας”- ρίχτηκε η νέα Ελλάδα στο πνεύμα μιας νοσηρής και ρωμαντικής αρχαιολατρείας. […] Και στην περίπτωση, φυσικά και πιο κύρια, της αρχιτεκτονικής, […] τραγούδησε στον τόπο μας ξένους, για μας, σκοπούς και έστησε, άτοπα και σε ελληνική γη, τα αδέξια σκηνοθετήματα της Ευρώπης. […]”.
Τελειώνει στο σημείο αυτό το πρώτο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – αύριο και πάλι στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” θα καταχωρήσω το δεύτερο μέρος.
Κώστας Π. Παντελόγλου