Καταχωρώ σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας” το δεύτερο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – χθες καταχώρησα το πρώτο μέρος και ορισμένα κατατοπιστικά· υπενθυμίζω ότι πρόκειται για απόσπασμα από κείμενο του Άρη Κωνσταντινίδη:
“Βέβαια, δεν θα ήθελα να σχολιάσω τώρα πιο γενικά ολόκληρη την ρωμαντική διάθεση που κυριάρχησε στα πρώτα τριάντα χρόνια του 19ου αιώνα. Ούτε και να αμφισβητήσω την ιστορική της ίσως αναγκαιότητα -στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής- ή να αποδοκιμάσω την μοιρολατρική, θα έλεγα, φανέρωσή της. Θα ήθελα μόνο να πω τούτο: πως ήτανε θλιβερό για έναν τόπο -την Ελλάδα- που κέρδισε το νεώτερό της ανάστημα μέσα από έναν σκληρό και αιματηρό απελευθερωτικό αγώνα, μέσα δηλαδή από μια ρεαλιστική συνείδηση, να κινηθεί τώρα μονάχα μέσα από μια ρωμαντική ονειροπολησία, για την δικαίωση εκείνου του θαυμαστού αγώνα. Και να οικοδομήσει την νέα ζωή της σύμφωνα με έναν ρυθμό που στάθηκε και στέκει -το βλέπουμε αυτό περισσότερο ίσως εμείς σήμερα- ξένος και αντιελληνικός, για ν’ αγνοήσει το πιο ουσιαστικό πνεύμα του Νεοελληνικού κόσμου.
Και να τι θα ήθελα να [ξε]καθαρίσω όχι μονάχα για τον ξένο επισκέπτη μας, αλλά και για τους δικούς μας τους συντοπίτες. Μέσα από τα χτίσματα της Οθωνικής εποχής -ίσως και λίγο πιο πριν από τα Καποδιστριακά χρόνια- άρχισε να κινείται ο Ελληνικός τόπος για μια Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, όμως έξω από την παράδοση που φώλιαζε στα σπλάχνα του, έξω από την συνέχεια που κρατιόταν συνειδητά από τον Νεοέλληνα και μέσα στα τόσο λιτά και ευγενικά και απλά χτίσματά του. Παράδοση που κρατήθηκε και στα φοβερά χρόνια της σκλαβιάς και που έμελλε τώρα να αγνοηθεί ή να παρανοηθεί, για να πάρει την θέση της η ξενομανία απ’ την μια μεριά και η αρχαιολατρεία από την άλλη.
Εδώ λοιπόν θα οδηγήσω, μέσα στον αθηναϊκό χώρο, τον ξένο επισκέπτη μας, που ζήτησε να γνωρίσει την ελληνική έκφραση μιας Αθηναϊκής Αρχιτεκτονικής, να τι θεωρώ χρέος μου να του δείξω: όχι τα κλασικιστικά χτίσματα της επίσημης (!) παλιάς Αθηναϊκής Αρχιτεκτονικής αλλά τα “λαϊκά” δηλώματα της Νεοελληνικής ευρυθμίας. Και αφού τον τραβήξω από τα μεγάλα οικοδομήματα μιας κεντρικής λεωφόρου να τόνε περιφέρω στους ξεχασμένους δρόμους κάποιας μικρής συνοικίας ή γειτονιάς και κει να του αποκαλύψω το πραγματικό νεοελληνικό αρχιτεκτονικό φέγγος. […]
[…] αυτά τα σπίτια που θέλω να αγαπήσετε και να κατανοήσετε. Και προσέξτε πόσο θαυμάσια συνθέτουνε οι Νεοέλληνες έναν αρχιτεκτονικό οργανισμό, πώς με πυρήνα έναν κλειστό υπαίθριο χώρο, την αυλή, ολοκληρώνουνε έναν ελληνικό τρόπο ζωής και πώς εδώ τώρα ο άνθρωπος αγκαλιάζει την φύση. Το ελληνικό χρώμα, το ελληνικό φως, τον ελληνικό ορίζοντα, την ελληνική γραμμή, το ελληνικό τοπίο. Πόσο θαυμάσια ενώνεται ο εσωτερικός χώρος με τον εξωτερικό χώρο, πόσο ο άνθρωπος ζει και αισθάνεται και χαίρεται, μέσα σ’ αυτά τα απλά αθηναϊκά σπίτια, την ύπαρξή του. Και πόσο ζεστά -όχι παγερά- ορθώνεται σε μορφή αρχιτεκτονική αυτή η αυλή και το χαγιάτι και τα υαλοστάσια -οι “τζαμαρίες”- και οι μικρές σκάλες και όλα τα προστεγάσματα και όλος ο λουλουδισμένος τους κόσμος. Αρχαίο σπίτι ελληνικό, θα έλεγα, γίνεται το νεοελληνικό αυτό αθηναϊκό χτίριο, κλασικό μέσα από την διαύγεια και λιτότητα της μορφής του. Κι αν θα προσέξουμε περισσότερο την οικοδομική του αυτάρκεια -στο υλικό και στην κατασκευή-και την ζωγραφικότητά του και την πλαστικότητά του, τότε θα πρέπει να φέρουμε στην μνήμη μας τις πιο γνήσιες αρχαίες ή μεσαιωνικές ελληνικές αρχιτεκτονικές μορφές και να διαπιστώσουμε την θαυμαστή συγγένειά τους με κείνες.
Αλήθεια, ολόκληρη η ελληνική παράδοση ανθίζει σ’ αυτά τα μικρά και παλιά αθηναϊκά χτίσματα, παντού και πάντοτε ένας Έλληνας -ο Έλληνας- ορθώνει τον ρυθμό της ψυχής του. Για ν’ αποδείξει κι εδώ, μέσα από την αρχιτεκτονική του εκδήλωση […], πόσο αχάλαστος πορεύεται, πόσο ακέραιος και ολόκληρος στέκει.
Αλλά και κάτι άλλο: πόσο αφομοιώνει κι αυτές τις ξένες επιβολές, πόσο κάνει δικές του και όλες τις ξενικές επιδράσεις. […] Στην κλασική εποχή, στον Μεσαίωνα, στην Φραγκοκρατία και στην Τουρκοκρατία – όμως γιατί να μακρηγορώ, κοιτάξτε τα κλασικιστικά χτίσματα, που από πιο πριν τα έχω καταδικάσει. Όσα εχτίστηκαν επίσημα και ιεραρχικά -από “γερμανομαθημένο αρχιτέκτονα”- δεν είναι παρά σκηνοθεσίες χωρίς νόημα και ουσία. Όσα όμως από αυτά, και σε μικρότερη έκταση, χτίστηκαν ανεπίσημα, σύμφωνα με μιαν ιδιωτική πρωτοβουλία (και μέσα από την καθοδήγηση του ντόπιου εμπειροτέχνη) έγιναν πιο ελληνικά, πιο νεοελληνικά, όσο και αν χρησιμοποίησαν τα αετώματα και τους κίονες που ήρθαν με τους ρωμαντικούς από την Γερμανία ή και την Ιταλία. Κι ενώ στα επίσημα χτίρια, ένα αρχαίο αέτωμα ή ένας κλασικός κίονας χάνει το νόημα της μορφής του, στην ιδιωτική πρωτοβουλία του Αθηναίου -που βέβαια αντιγράφει για να ακολουθήσει την μόδα της εποχής!- πήρε πάλι ένα ελληνικό νόημα, ένα νεοελληνικό ύφος.
Αλλά θα γυρίσω πάλι στον ξένο μου ταξειδιώτη. Δεν ξέρω αν αυτό που του έδειξα, και ίσως σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, τον έπεισε να αλλάξει γνώμη για την πιο πρόσφατη και πιο φανερή νεοελληνική δράση. Όμως ας με νοιώσει ο ξένος μου, αφού τα πιο σύγχρονα οικοδομήματα δεν είναι -αυτά- η ζωή και η ψυχή μας! Είναι, μονάχα, το κατακάθι της πιο κακής μας πλευράς, που αν αυτή κυριαρχεί σήμερα, ωστόσο θα είναι περαστική […].
[…] πρέπει κι εμείς, οι ίδιοι, οι Νεοέλληνες, να δούμε αυτό που αξίζει στον εαυτό μας. Κι αυτό όχι μονάχα να το αποκαλύψουμε αλλά και να το επιβάλλουμε, για σωτηρία δική μας. Και για να συνεχίσουμε μια παράδοση που υπάρχει και εκδηλώνεται όσο και αν δεν νοιαζόμαστε γι’ αυτό, που τώρα όμως θα πρέπει πια να φροντίσουμε για την διατήρησή της. Και να φροντίσουμε, στο τέλος, αφού εδώ θέλω να καταλήξω, για την δημιουργία ενός πιο νέου Νεοελληνικού κόσμου, αρχιτεκτονικού, όπως προαναγγέλλεται κιόλας αυτός μέσα από την “λαϊκή” μας παράδοση, που είναι και μένει το πιο ανθοβόλο φυτώριο της ζωής μας. Και όπως παρουσιάζεται, αυτή, μέσα από τα παλιά αθηναϊκά μας χτίσματα – τα αληθινά και ελληνικά παλιά αθηναϊκά σπίτια”.
Κώστας Π. Παντελόγλου