“Άλλο κατόρθωμα της αρχαιογλωσσικής αρώστειας του σχολείου μας είναι ότι γεννά την αποστροφή προς το βιβλίο. Και σκοπός του σκολείου, καθώς ξέρουμε, δεν είναι να μάθει το παιδί όσα θα προφτάσει να μάθει μέσα στο σκολείο, σκοπός είναι να ριζώσει μέσα στην ψυχή του μια συμπάθεια προς το βιβλίο, που θα τον κάμει ύστερα τον ώριμο άνθρωπο, τον άντρα ή τη γυναίκα, να το γυρεύει το βιβλίο, να αισθάνεται μια θερμότητα στη συντροφιά του. Και βιβλίο θα πει κυκλοφορία της Σκέψης μέσα σ’ ένα λαό, θα πει αιματοφόρο αγγείο που διοχετεύει την πνευματική τροφή, που πάει να ζωογονήσει και το τελευταίο κύτταρο του εθνικού οργανισμού και να το εμποδίσει να πέσει στον ύπνο τον πνευματικό. Το βιβλίο ξυπνά τους λαούς και τους κάνει μεγάλους. Και ο δικός μας ο λαός δε το αγαπά το βιβλίο. Γιατί στην παιδική του ηλικία το γνώρισε απ’ την αντιπαθητική του τη μορφή. Το γνώρισε ως ένα σύντροφο από κείνους που ευχαριστιούνται να μας βασανίζουν, και που τους υποφέρουμε ενόσω δεν μπορούμε να κάμουμε αλλοιώς, αλλά μόλις απαλλαχτούμε απ’ αυτούς αναπνέουμε πιο ελεύτερα, και η πρώτη δουλιά μας είναι να τους ξεχάσουμε. – “Φίλε μου, είμεθα έθνος δυσθερμαγωγόν!” μού έλεγε στενοχωρημένος ένας άξιος πατριώτης, ο οποίος όμως, όπως δυστυχώς και τόσοι άλλοι γεροί χαρακτήρες, και τόσες μεγάλες καρδιές, δε θέλησε ποτέ να καταλάβει γιατί “είμεθα έθνος δυσθερμαγωγόν”, γιατί στο τόπο μας η ιδέα τόσο αργά περπατεί. Γιατί μέσα στο νου του λαού μας τα βιβλία έχουν έναν προορισμό: να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα· επομένως είναι πράματα για την αποκλειστική χρήση μαθητών και δασκάλων, όπως είναι οι μαυροπίνακες, οι έδρες και τα θρανία, είναι ένα αναγκαίο κακό για την εκπλήρωση κάποιου σκοπού, και επομένως δεν υπάρχει λόγος, μια και μεγάλωσε ο άνθρωπος, να εξακολουθεί να δέχεται το ζυγό του”.
Ελισαίος Γιανίδης, Γλώσσα και Ζωή. Αναλυτική μελέτη του γλωσσικού ζητήματος, Αθήνα 1908