Με αφορμή την κυκλοφορία της “Φιλοσοφίας της Ιστορίας” του Χέγκελ από τις Εκδόσεις Νεφέλη* το 1980, ο Παναγιώτης Χρ. Νούτσος παρουσίασε την έκδοση αυτή και υπογράμμισε βασικές απόψεις του Χέγκελ στο “Διαβάζω” (Τεύχος 34, Αύγουστος Σεπτέμβριος 1980) – από τα γραφόμενά του εκεί είναι όσα καταχωρώ σήμερα στον “Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας”, τα οποία κρίνω κατατοπιστικά και ουσιώδη, αλλά και βιβλιογραφικά θεμελιωμένα.
“Στον τόπο μας η ακριβής γνώση των πηγών (της φιλοσοφικής γραμματείας)1 εξακολουθεί να παραμένει, παρά τις φιλότιμες αλλά μεμονωμένες μεταφραστικές προσπάθειες, μια ανάγκη επικίνδυνα ανεκπλήρωτη. Ίσως να φανεί παράδοξο, αλλά η απουσία ουσιαστικών χεγκελιανών σπουδών στην χώρα μας2 συναρτάται με την ισχνή παρουσία της δημιουργικής μαρξιστικής έρευνας.
Σκέφτομαι τον Marx – που αναμφίβολα τόνιζε, από τα νιάτα του ως τον επίλογο της δεύτερης έκδοσης του “Κεφαλαίου”3 τουλάχιστον, τις κύριες διαφορές του με τον συμπατριώτη του ιδεαλιστή φιλόσοφο – όταν έγραφε στον Engels πως πρέπει να φυλαγόμαστε από την πίστη ότι η “διαλεκτική του Hegel είναι ένα ψόφιο σκυλί”4. Ακόμη θυμίζω την πρόταση του Λένιν να σχηματιστεί ένα “είδος φίλων υλιστών της χεγκελιανής διαλεκτικής”5 και την πρόθεση του G. Lukacs να “σωθεί ό,τι είναι μεθοδολογικά γόνιμο στην σκέψη του Hegel ως ζωντανή δύναμη για το παρόν”6. Μπορεί παλαιότερα με την συγκατάθεση του Στάλιν να θεωρήθηκε ο Hegel “ιδεολόγος της φεουδαρχικής αντίδρασης ενάντια στην γαλλική επανάσταση”7, ο Engels όμως ήταν εκείνος που ειρωνεύτηκε πρώτος τον W. Liebknecht όταν “ξεσκέπαζε τον Hegel σαν ευρετή και υμνητή της βασιλικής πρωσικής ιδέας του Κράτους”8.
Πάντως η εγχειριδιακή αντιμετώπιση των δημιουργών του μαρξισμού δεν επέτρεψε την ολόπλευρη ανίχνευση και την ορθή αξιολόγηση των πνευματικών τους πηγών”.
(1) Ορθά ο αείμνηστος Αν. Γιανναράς (I. Kant, “Κριτική του καθαρού λόγου”, Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Αν. Γιανναρά, Αθήνα 1977, τομ. Α’, σ. 11) διαπιστώνει τον κίνδυνο του “εγκυκλοπαιδισμού” ή της “αοριστολογικής γενίκευσης” από την επιπόλαιο γνώση των πηγών της φιλοσοφικής πραγματείας. …
(2) Για την πρώιμη αφομοίωση των θέσεων του Hegel από την νεοελληνική σκέψη τυο 19ου αιώνα βλ. Γ.Κ. Γρατσιάτου, “Εγελειανοί εν Ελλάδι”, Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών, τ. Γ’ (1932), σ. 225 κκ., Κ.Ι. Λογοθέτου, “Η φιλοσοφία του Εγέλου και η επίδρασις αυτής επί την νεωτέραν και σύγχρονον διανόησιν”, τ. Β’ (Αθήναι 1939), σ. 758 κκ., του ιδίου, “Ο Εγελιανισμός εν Ελλάδι”, Τεσσακονταετηρίς Θεοφίλου Βορέα, τ. Α’ (Αθήνα 1940), σ. 117 κκ. (εκτός από τον πρόλογο και τον επίλογο επαναλαμβάνεται το προηγούμενο κείμενο).
(3) “Das Kapital”, Bd. I, Επίλ. 1873, MEW, τ. 23, σ. 27.
(4) Au Engels (11-1-1868), MEW, τ.32, σ. 18.
(5) Uber die Bedeutung des streitbaren Materialismus (1922), LW, τ. 33, σ. 220.
(6) Geschichte und Klassenbewusstsein (1923), Werke, τ. 2 (Darmstadt-Neuwied 19772, σ. 167.
(7) Lukacs, “Μαρξισμός και σταλινισμός” (1969, μτφρ. Γ. Κώττη-Μ. Χρυσοβιτσιώτου, Αθήνα 1978), σ. 141
(8) Au Marx (8-5-1870), MEW, τ. 32, σ. 501″.
(*) Ο ακριβής τίτλος του έργου του Hegel για το οποίο γίνεται λόγος εδώ είναι: “Παραδόσεις για την φιλοσοφία της παγκόσμιας ιστορίας”. Το έργο αυτό, και πάλι με τον τίτλο “Φιλοσοφία της Ιστορίας”, έχει μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στα ελληνικά και προγενέστερα από τις Εκδόσεις Αναγνωστίδη. Θυμάμαι πολύ δυνατά την από τον Αναγνωστίδη διατυπούμενη (και σε μένα) άποψη ότι εκτός από τους κλασικούς του μαρξισμού χρειάζεται να διαβάζουμε και ό,τι συνιστά τις πνευματικές τους πηγές, ό,τι έχει προηγηθεί και έχουν αυτοί λάβει υπόψη τους – η εκδοτική παραγωγή του Αναγνωστίδη περιλάμβανε ένα αριθμό τέτοιων έργων σε εφαρμογή της άποψής του αυτής.
Κώστας Π. Παντελόγλου