Σιμά της πόλης μας ο Πύργος της Βασιλίσσης, έτσι τον ξέραμε εμείς παιδιά – Πάρκο Τρίτση σήμερα το λένε· προς τι η μετονομασία; Εμείς οι παλαιοί πάντως Πύργο της Βασιλίσσης εξακολουθούμε να λέμε την τοποθεσία αυτή.
Όσα ακολουθούν απέσπασα από μια αναφορά του εκλεκτού της λογοτεχνίας μας Κώστα Ουράνη, πρωτοσέλιδη αναφορά στο Ελεύθερον Βήμα της 23ης Ιανουαρίου 1931, στον Πύργο της Βασιλίσσης – ας διαβαστούν με προσοχή.
“Υπάρχει, κοντά στην Αθήνα, ένα μέρος γεμάτο ωμορφιά και μελαγχολική ποίησι … Η ανάμνησί του σβύνεται σιγά-σιγά… Αυτό ακόμα το όνομά του αποδίδει ένα ήχο παρελθόντος. Μιλάει στην ψυχή σαν παραμύθι. Είναι ο Πύργος της Βασιλίσσης…
… κτήμα, πάρκο, λεωφόροι (αλλέες), πύργος – εδημιουργήθησαν προ ενενήντα περίπου χρόνων, από μια νεαρή βασίλισσα, την Αμαλία – από καπρίτσιο της και για την ευχαρίστησή της. Τα πυκνόφυτα αυτά υψώματα ήταν τότε γυμνά και φτωχά. Αναζητώντας μια τοποθεσία κατάλληλη για να περνάει τα καλοκαίρια της και ν’ αναπαύεται από την ζωή της Αυλής, η Αμαλία σταμάτησε σ’ αυτά τα υψώματα, από τα οποία ξετυλίγεται ένα ονειρώδες πανόραμα.
Το βλέμμα απλώνεται ελεύθερο και έκθαμβο, από την Πάρνηθα ίσαμε την Αίγινα, κι από τον Υμηττό ίσαμε το Αιγάλεω. Από εκεί η Αθήνα λευκάζει ολόκληρη, η Ακρόπολη μοιάζει ένα βάθρο για τον Παρθενώνα και η θάλασσα του Φαλήρου χρυσίζει μέσα στο μεγάλο φως. Δεν είναι δυνατό να υπάρξη ωραιότερος εξώστης…
Η νέα βασίλισσα αγόρασε όλα αυτά τα υψώματα και τα έκανε κτήμα. Ξοδεύοντας άφθονα χρήματα, χρησιμοποιώντας πλέον από πεντακόσιους εργάτες, μετέτρεψε όλη εκείνη τη γυμνή και άγονη περιοχή σε κάτι το μαγευτικό. Της έλειπε το παν: και δένδρα, και νερό, και χώμα ακόμα για καλλιέργεια. Η βασίλισσα έβαλε κι άνοιξαν σε βάθος 247 μέτρων πέντε αρτεσιανά φρέατα, ξοδεύοντας γι’ αυτό και μόνο πλέον από 1.500.000 σφάντζικες· έφερε χώμα από την Πεντέλη· μεταφύτεψε 14.000 ελιές, δεκάδες χιλιάδες πεύκα και πλήθος κυπαρίσσια, μουριές, δρυς και κέδρα· εφύτεψε αμπέλια· έχτισε ένα πύργο, περιζώνοντάς τον με τα λουλούδια και τα φυτά ενός πάρκου – κι επροίκισε έτσι το Αττικό λεκανοπέδιο, που το έψηναν οι ήλιοι των καλοκαιριών, με μια όασι παραμυθένια…”
Κώστας Π. Παντελόγλου