Ο κόσμος της Πρωτεύουσας, μαζί και της Νέας Φιλαδέλφειας, ζούσε στο κλίμα όσων ως τα τώρα έχουμε αναφέρει ότι συνέβαιναν τόσο στο Μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν· μα όχι μόνο, πληροφορούνταν ή και ψυχανεμίζονταν και συμβαίνοντα στους κύκλους των μέσα ή και έξω από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου πολιτικών, αλλά και εκείνους της προχωρημένης κοινωνικοπολιτικά διανόησης.
Οφείλω θαρρώ σχετικές αναφορές σ’ αυτή την εργασία μου, για την πληρότητά της, με τη βοήθεια συγκαιρινών των γεγονότων που αναφερόμαστε και όχι σημερινών μαθητευόμενων μάγων αναθεώρησης της ιστορίας προς βάναυση προσαρμογή της στην τρέχουσα κομματική σκοπιμότητα.
Και έχουμε, ευτυχώς, αξιόπιστες μαρτυρίες συγκαιρινών των γεγονότων προσώπων – με τη βοήθειά τους θα αντιληφθούμε και θα καταλάβουμε την τότε κατάσταση.
Ξεκινώ με ορισμένα που έγραψε ο Ασημάκης Πανσέληνος στο βιβλίο του με τίτλο Τότε που ζούσαμε…, το οποίο κυκλοφόρησε το 1974 από τις Εκδόσεις Κέδρος της Νανάς Καλλιανέση. Ο Ασημάκης Πανσέληνος ήταν μέλος της προχωρημένης κονωνικοπολιτικά διανόησης, έλαβε μέρος στους αγώνες της εποχής του, αντιπροσώπευσε μετεμφυλιακά το νησί του, τη Λέσβο, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, δικηγόρησε δε για πολλά χρόνια: “… Ο Χίτλερ περιέσφιγγε την Πολωνία σαν βόας. Ο κόσμος αγωνιούσε. … Το παγκόσμιο ενδιαφέρον ήταν γυρισμένο στη Μόσχα, όπου Εγγλέζοι και Γάλλοι αντιπρόσωποι συζητούσαν βαριεστημένα μια συμμαχία για την άμυνα ενάντια στον φασισμό. Οι δυσκολίες φαίνονταν ανυπέρβλητες. Υπήρχε αμοιβαία βαθειά δυσπιστία. … Ξαφνικά, στις 23 Αυγούστου [1939], ο κόσμος δεν πίστευε στ’ αφτιά του, όταν ακούστηκε η υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, όπου κάθε μέρος, η ναζιστική Γερμανία και η κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση, αναλάμβαναν την υποχρέωση να μην επιτεθούνε η μία εναντίον της άλλης. Όλοι παγώσαμε. … Το ίδιο είχε γίνει από την άλλη πλευρά, ένα χρόνο πριν, με το Μόναχο. …
Την 1η του Σεπτέμβρη 1939, ώρα 4.48 το πρωί … ο Χίτλερ διέταξε επίθεση [εναντίον της Πολωνίας]. … Στο Βερολίνο … οι άνθρωποι άκουγαν ψυχροί τα ραδιόφωνα που αναγγέλαν την είδηση. Κανείς δεν στεκόταν να αγοράσει εφημερίδα. Την ίδια μέρα ο Χίτλερ μλούσε στο Ράιχσταχ: “Υπάρχει μια λέξη που πάντα την αγνόησα· είναι η λέξη συνθηκολόγηση”, είπε. … Στις 3 Σεπτεμβρίου [1939] ο Πόλεμος κλιμακώνεται με την είσοδο της Αγγλίας – και της Γαλλίας, που την ακολούθησε με μισή καρδιά. Είδε κι έπαθε, λεν, ο Εγγλέζος πρεσβευτής να βρει τον αρμόδιο Γερμανό υπουργό για να του επιδώσει το τελεσίγραφο. … “Αν ως τις 11 πριν από το μεσημέρι (ήγουν οι 2 ώρες μέσα) η Αγγλία δεν λάβει κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις πως τα Γερμανικά στρατεύματα θα αποσυρθούν αμέσως, θα υπάρξει κατάσταση πολέμου ανάμεσα σ’ αυτή και το Γερμανικό Ράιχ”. … Το φθινόπωρο ’39 με ’40 πέρασε με φιλόφρονη εχθρότητα ανάμεσα στους εμπόλεμους, Γάλλους και Γερμανούς. … Στη θάλασσα, όμως, ο πόλεμος φαινόταν σκληρότερος και πιο θεαματικός, με τη μικρή Γερμανική αρμάδα που σκόρπισε στους ωκεανούς και τορπίλιζε αράδα τα εμπορικά. Και τα Εγγλέζικα φορτηγά καταστρέφονταν με τρόπο μυστηριώδικο στα λιμάνια τους … Ξανάρχισαν οι νηοπομπές και τα καράβια ταξίδευαν ομαδικά, “περιτριγυρισμένα από πολεμικά σαν κοπάδια από τσομπανόσκυλα”. … Την άνοιξη του 1940, ο Χίτλερ επιτέθηκε αστραπηδόν στη στεριά και κατέλαβε μια-μια τις χώρες της Ευρώπης, από τη Νορβηγία και κάτω, μπρος στα κατάπληχτα μάτια της Ανθρωπότητας. Έριξε τους Εγγλέζους, που είχαν πάει να βοηθήσουν το Βέλγιο, στη θάλασσα της Δουνκέρκης. Μπήκαν οι Γερμανοί στο Παρίσι και η Γαλλία συνθηκολόγησε. Τότες βγήκαν μαζί με τον Χίτλερ και οι Ιταλιάνοι [του Μουσολίνι], κι άρπαξαν σαν τα τσακάλια ένα κομμάτι από το πτώμα της.
Εμείς παρακολουθούσαμε όλα τούτα με σφιγμένη καρδιά … Στις 15 Αυγούστου του ’40, οι Ιταλοί, ύστερ’ από πολλές άλλες προκλήσεις, τορπίλισαν, μέσα στο λιμάνι της Τήνου, το Ελληνικό εύδρομο “Έλλη”, που σημαιοστολισμένο παρακολουθούσε τιμητικά το πανηγύρι της Παναγιάς. … Ένας από τους λόγους που καθόρισε αργότερα τη στάση του λαού μας στον πόλεμο ήταν [αυτό το δυσοίωνο περιστατικό] … Στις 27 του Οκτώβρη 1940, μεσάνυχτα περασμένα, βγαίνοντας από τον κινηματογράφο “Παλλάς”, ήταν βαρειά η ψυχή μας σαν να μάντευε κάτι. … Το άλλο πρωί ουρλιάξανε οι σειρήνες … – Τι θα κάνουμε τώρα; με ρωτάει ψύχραιμα η Έφη [πρόκειται για τη σύζυγο του Ασημάκη Πανσέληνου]. Σκεφτόμαστε και κινιόμαστε χωρίς ταραχή. Κάτι με απασχολούσε αόριστα. – Φοβούμαι πως θα βαρέσουνε μερικές ντουφεκιές και θα συνθηκολογήσουνε, είπα. … Χτυπάει η πόρτα με εκνευρισμό. Κοιταζόμαστε. Ανοίγουμε. Ήταν ο Α. και η Β. – Τι θα κάνουμε τώρα; – Θα πολεμήσουμε, λέμε. – Θα πολεμήσουμε; ρωτάει απορεμένα ο φίλος. Πώς θα πολεμήσουμε, λέει, με τον Μεταξά που … μας πούλησε στους Εγγλέζους; Έγινες, λέει, κι εσύ σοσιαλπατριώτης, έχασες το μαρξιστικό σου κριτήριο και παρασέρνεσαι από ψευδοδημοκρατικές αυταπάτες! – Ο φασισμός, λέω, προσπαθεί σήμερα να κυριαρχήσει στον κόσμο. Αν το πετύχει, παύει πια να ‘ναι ο σοσιαλισμός άμεση επιδίωξη των ανθρώπων και γίνεται απώτερος στόχος. Θα χρειαστεί τότε να ξανακάνουμε ένα δρόμο για να εξουδετερώσουμε την οπισθοδρόμηση. Έχει καθήκον, γι’ αυτό, κάθε σοσιαλιστής να τον χτυπήσει τώρα, όπως μπορεί, όσο μπορεί, όπου μπορεί. – Τον φασισμό, λέει ο Α., τον έφτιαξε και τον ενίσχυσε η Αγγλία, και σήμερα τον πολεμά για διαφορές που έχει εκείνη μαζί του. … – Μπορεί να τον έφτιαξε ή να τον ενίσχυσε τον φασισμό η Αγγλία, και μπορεί τώρα να τον πολεμά για δικό της συμφέρον. Όμως τον πολεμά, κι αυτό είναι που έχει τώρα σημασία για μας. … – Ύστερα, είπα, φοβουμαι ειλικρινά πως το Σίτυ και οι φασίστες, επειδή, όπως λες κι εσύ, δεν έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, μπορούν και να συνθηκολογήσουν. Και ξέρεις τότε πού θα στραφούν; Η Ελλάδα είναι ένας σταθμός προς τα εκεί. Πρέπει λοιπόν τον πόλεμο να τον αναλάβουμε εμείς, είπα προκλητικά. Να τον αναλάβουμε έτσι που, κι όταν θέλουν, να μην μπορούν να τον σταματήσουν ο Μεταξάς και το Σίτυ. Σ’ αυτό το σημείο η Β. άρχισε να καγχάζει. – Η ΕΣΣΔ ξέρει καλά τι έκανε με το Γερμανοσοβιετικό [Σύμφωνο] και δεν χρειάζεται προστασία από μας. Είναι ουδέτερη. Η ΕΣΣΔ, της απάντησα, έκανε μια ειλικρινή συμφωνία με τους Ναζήδες, οπότε πρόδωσε και τον σοσιαλισμό και τους εργάτες – πράγμα που δεν το πιστεύω – ή έκανε μια παράτολμη πολιτική μανούβρα, εξαναγκασμένη από τη δολιότητα των Δυτικών Δημοκρατιών. Και στις δυο περιπτώσεις, καλά κάνουμε κι εμείς και χτυπάμε τον φασισμό. Ο Α. κοκκίνησε. … Χτύπησε την πόρτα μας κι έφυγε με τη Β. …” (βλ. σελ. 254-265).
Παρακάτω στο ίδιο βιβλίο, ο Ασημάκης Πανσέληνος έχει σημειώσει και τα ακόλουθα επί του προκειμένου ζητήματος: “Στο μεταξύ η παρέα μας διαιρεμένη σε τμήματα [υπέρ του να πολεμήσουμε] και επιφυλακτικά, συζητούσε. Η έξαρση της πρώτης μέρας, σε άλλα άτομα πήρε βάθος και σ’ άλλα ξεθύμανε. Όλοι γενήκανε σκεφτικοί μ’ ένα τρόπο … Ώσπου αναγγέλθηκαν οι πρώτες νίκες – η πρώτη υποχώρηση του εχτρού. Η φιλελεύτερη ορμή του Ρωμιού και η πολιτική ωριμότητα του Ιταλιάνου δώσαν αυτή την απρόοπτη τροπή. Ο κόσμος άλλαξε. Ο Μεταξάς έγινε ήρωας! … Στείλαν και οι Εγγλέζοι αεροπλάνα και στρατό. … Την εποχή εκείνη, που οι νίκες ενάντια στους Ιταλούς έρχονταν η μια κατόπιν από την άλλη, πολλλοί ξεχάσανε τον διχτάτορα κι άλλοι βρέθηκαν να τον δοξολογήσουν. … Κι εγώ που γράφω όλα τούτα, ένιωσα μια στιγμή κάποια ύφεση στην αντίθεσή μου … [γι’ αυτόν τον δηλωμένο φασίστα] … Στις 23 Νοεμβρίου 1940 στα Νεοελληνικά Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη, όπου ήμουνα ταχτικός συνεργάτης, έγραψα ένα άρθρο με τον τίτλο “Επιδρομή”, που και σήμερα θα το υπόγραφα: “Στον αγώνα τούτο όσοι μισούνε τον φασισμό δεν μπορούν να ‘χουν καμμιά αμφιταλάντευση. Καμμιά διεθνιστική ή φιλειρηνική συνείδηση δεν μπορεί να δέσει τα χέρια”. Τώρα φαίνεται τούτο κοινοτυπία. Τότες ακούγονταν οι πιο αλλοπρόσαλλες γνώμες, ως το σημείο να υποστηρίζεται ότι, αφού διώξαμε τον καταχτητή, έπρεπε να γυρίσουμε και να εγκατασταθούμε στα σύνορά μας – αλλιώς ο πόλεμος μεταβαλόταν σε ιμπεριαλιστικό! …” (βλ. ό.π. σελ. 270-273).
(ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου