Στις 8 Μαρτίου 1941, η Καθημερινή, που την διάβαζαν και οι σοβαροί Φιλαδελφειώτες, συντηρητικοί και προοδευτικοί, κυκλοφόρησε “στολισμένη” με πεντάστηλη ανοικτή επιστολή στον Χίτλερ, πυο υπέγραφε ο εκδότης και διευθυντής της Γεώργιος Αγγ. Βλάχος – σε άλλον απευθυνόταν η επιστολή, αλλά άλλος ήταν ο πραγματικός αποδέκτης: οι Έλληνες και οι Ελληνίδες. Σκοπός του να τους προϊδεάσει για τις επερχόμενες εξελίξεις και να τονώσει το ηθικό τους. Να τι έγραφε, μεταξύ άλλων, σ’ αυτή την επιστολή ο Γεώργιος Αγγ. Βλάχος: “… Ο μέχρι Σόφιας δρόμος έχει τώρα, προσφάτως, διαπλατυνθή. Αι ξύλιναι γέφυραι έχουν τώρα, προσφάτως, υποστηριχθή με πασσάλους. Τα υπολείμματα της ξυλείας ευρίσκονται ακόμα εκεί. Είναι προφανές ότι οι Βούλγαροι έχουν ετοιμάσει τον δρόμον δια να περάσει στρατός […] Φαίνεται – λέγουν του κόσμου τα ραδιόφωνα ότι οι Γερμανοί θέλουν να εισβάλουν εις την Ελλάδα […] Και ημείς, Λαός αφελής ακόμη, δεν το πιστεύομεν. […] Δεν πιστεύομεν ότι ένα κράτος πάνοπλον, ογδοήκοντα πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων […] θα ζητήση να πλευροκοπήση ένα Έθνος μικρόν που αγωνίζεται υπέρ της ελευθερίας του, μαχόμενον προς μίαν Αυτοκρατορίαν σαράντα πέντε εκατομμυρίων. Διότι τι θα κάμη ο στρατός αυτός, Εξοχώτατε, αν αντί πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών στείλει η Ελλάς φύλακας εις τα σύνορά της είκοσι χιλιάδας τραυματιών, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επιδέσμους δια να τον υποδεχθούν; … Αυτούς τους στρατιώτας φύλακας θα υπάρξει στρατός δια να τους κτυπήση; Αλλ’ όχι, δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Ο ολίγος ή πολύς στρατός των Ελλήνων, που είναι ελεύθερος, όπως εστάθη εις την Ήπειρον, θα σταθή, εις την Θράκην. Και τι να κάμη; … Θα πολεμήση. Και εκεί. Και θα αγωνισθεί. Και εκεί. Και θ’ αποθάνη. Και εκεί. Και θ’ αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών και έλαβε από την Ολυμπίαν το φως, δια να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και φέρη την πυρκαϊάν εις τον μικρόν την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη να αποθνήσκη”.
Η ζωή συνεχιζόταν ωστόσο, οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας πληροφορούνταν και αυτοί ότι λόγω δυσκοιών της μεταφοράς σφαγίων από την επαρχία, κρέας θα προμηθεύονταν από τα κρεοπωλεία κάθε Σάββατο. Πληροφορούνταν ακόμη ότι τον Μάρτιο θα διανεμηθούν με το δελτίο 100 δράμια ζυμαρικά το άτομο τρεις φορές.
Ανάμεσα στους φαντάρους που υπηρετούσαν στο Μέτωπο υπήρχαν και Καραγκιοζοπαίκτες. Ο πατέρας μου που πολέμησε στην πρώτη γραμμή του Μετώπου μάς είχε πει σχετικά πως σε ώρες ανάπαυλας έπαιρναν μια ανάσα οι φαντάροι με τις αυτοσχέδιες εκείνη την ώρα παραστάσεις Καραγκιοζοπαικτών τις οποίες σκάρωναν με ελάχιστες φιγούρες ή ακι όχι. Έχοντας μια ορισμένη ικανότητα, χωρίς να είναι βέβαια Καραγκιοζοπαίκτης, μάς μάζευε γύρω από το κρεβάτι του κάποιες Κυριακές και σκάρωνε κάποιες σκηνές απ’ αυτές που του είχαν κάνει εντύπωση στο Μέτωπο.
Δεν θα ήταν θαρρώ ωστόσο χωρίς σημασία να δώσω τον λόγο στον Δημήτριο Μεϊμάρογλου ή Μίμαρο, που ήταν Καραγκιοζοπαίκτης από το 1927 και έχει διηγηθεί για την παρουσία του Καραγκιόζη στο Μέτωπο: “Στην Αλβανία, στο ύψωμα Πουντανόρι απέναντι από την Τρεμπεσίνα που βομβάρδιζαν οι Ιταλοί, ένα βράδυ σχετικής ηρεμίας έστειλε ο λοχαγός μου ένα λοχία και με κάλεσε στ’ αμπρί του. Με ρώτησε αν πραγματικά είμαι Καραγκιοζοπαίκτης όπως έμαθε. Του είπα ναι. Μου είπε πως επειδή κανείς δεν ξέρει αν θα ξημερωθούμε ζωντανοί, θα ήταν καλά αν έπαιζα μια κωμωδία του Καραγκιόζη. Δέχτηκα και τους αράδιασα τους τίτλους μερικών έργων. Ο λοχαγός διάλεξε τον Καραγκιόζη Προφήτη. Έπαιξα χωρίς φιγούρες, χωρίς σκηνή, καθισμένος σε μια πέτρα. Ψειριασμένος σε ψειριασμένους. Γέμισε το αμπρί από αξιωματικούς. Οι οπλίτες κάθονταν απέξω. Η φωνή μου αντηχούσε στη χαράδρα. Έπαιζα σαν σε κανονική παράσταση κι οι θεατές μου είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Το έργο κράτησε κάπου 40 λεπτά οπόταν σηκώθηκε ο λοχαγός, ήρθε κοντά μου μ’ εχάιδεψε στο κεφάλι και μου ‘πε: -Να ζήσεις παιδί μου που μας χάρισες μια βραδυά αλησμόνητη. Μου έδωσε λίγα τσιγάρα και με ρώτησε αν είχα ψωμί (ψωμί δεν είχαμε ποτέ). Διάταξε να μου δώσουν μισή κουραμάνα από την δική του. Μετά 3 ώρες άρχισε το Ιταλικό πυροβολικό. Είχαμε βαρειές απώλειες. Την τρίτη βραδυά μετά την παράσταση ο λοχαγός σκοτώθηκε από όλμο” (Βλ. Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. τεύχους 29, Οκτώβρης 1965 και Ο Κόσμος της Ν. Φιλαδέλφειας, Εκδόσεις Παντελόγλου, φυλλάδιο 13, 26 Οκτωβρίου 1990, σελ. 4). Με τον καραγκιοζοπαίκτη Δημήτριο Μεϊμάρογλου ή Μίμαρο θα συναντηθούμε κι αργότερα μια και στην Κατοχή έδινε παραστάσεις στις γύρω στη Νέα Φιλαδέλφεια γειτονιές.
Όταν η μεγάλη εαρινή επίθεση των Ιταλών φασιστών εξελισσόταν, οι τραυματίες που έφταναν στην Αθήνα ήταν πολύ περισσότεροι.
Στο Αρσάκειο στο Ψυχικό, στις αίθουσες του Ζαππείου, οργανώθηκαν Στρατιωτικά Νοσοκομεία. Στον Πειραιά κατέπλευσαν τα πλωτά νοσοκομεία “Πολικός”, “Ελληνίς”, “Ακρόπολις, “Άνθος” και “Σωκράτης”. Και πολλές αίθουσες του Ε.Μ. Πολυτεχνείου μετατράπηκαν σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
Στις 15 Μαρτίου 1941 δημοσιεύθηκε νόμος με τον οποίο επιβλήθηκε διατίμηση στο λάδι. Ο τιμάριθμος όμως έχει πάρει την ανηφόρα. Σύμφωνα με στοιχεία παρμένα από την έκδοση για τα 50 χρόνια της Τράπεζας της Ελλάδος, “τον Δεκέμβριο του 1940 ο τιμάριθμος ανέβηκε από το 100,7 του Δεκεμβρίου 1939 στο 118,5. Η αύξησή του συνεχίστηκε ταχύτερη τους πρώτους μήνες του 1941 για να φτάσει τον Απρίλιο, με την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς στο 129,9 (το αναφέρει ο Γιάννης Καιροφύλας στο βιβλίο του Η Αθήνα του ’40 και της Κατοχής, σελ. 108).
(ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου