“Περπάταγε” η τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου του 1941 όταν κατόπιν ενεργειών του Υφυπουργείου Αγορανομίας διατέθηκαν δοκιμαστικά στην κατανάλωση 100 τόνοι κατεψυγμένου κρέατος, που προσφέρθηκαν από την Επιμελητεία του Αγγλικού Στρατού – με επιφυλάξεις υποδέχτηκαν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας το κατεψυγμένο κρέας, με συνέπεια το Υπουργείο Αγορανομίας να σπεύσει προς άρση των επιφυλάξεων εξηγώντας ότι τα διατεθέντα κατεψυγμένα κρέατα Αυστραλίας είναι αρίστης ποιότητας και άλλωστε την ποιότητά τους παρακολουθούν συνεχώς και επισταμένως οι αστυκτηνίατροι πριν δοθούν στο καταναλωτικό κοινό (βλ. εφημερίδα Νέα Ελλάς, 25 Μαρτίου 1941, σελ. 2).
Περήφανους έκανε τους Έλληνες των ΗΠΑ, αλλά και τους μαχητές του Μετώπου και εκείνους των μετόπισθεν το διάγγελμα του Κυβερνήτη της πολιτείας της Μασαχουσέτης, στο οποίο τονίζει “τον υπέροχον ρόλον της Ελλάδος ως υπερασπιστρίας της ελευθερίας του Κόσμου και την εις το πολλαπλάσιον αύξησιν του χρέους της Ανθρωπότητος προς την μητέρα του πολιτισμού, και καλεί τους πολίτες να εορτάσουν την εθνικήν ελληνικήν εορτήν, σημαιοστολίζοντες δι’ ελληνικών και αμερικανικών σημαιών τας οικίας των προς απότισιν φόρου τιμής εις την Ελλάδα, το Ελληνικόν έθνος, την Ελληνικήν ανδρείαν και τα Ελληνικά ιδεώδη” (βλ. εφημ. Ελληνικόν Μέλλον, Παρασκευή 28 Μαρτίου 1941, σελ. 3).
Η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ανακήρυξε τον Ρούσβελτ επίτιμο διδάκτορα στις 19 Μαρτίου 1941 – στο σχετικό ψήφισμα, μεταξύ άλλων, διάβαζαν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, αλλά και της Νέας Φιλαδέλφειας: “Έδοξε τη των Νομικών Σχολή Φραγκλίνον Δελάνο Ρούσβελτ εις τους της Νομικής επιτίμους διδάκτορας καταλέξαι αρετής τε ένεκα και ευνοίας της εις την Ελλάδα και δικαιοσύνης της εις το γένος το ανθρώπινον” (βλ. εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον, 28 Μαρτίου 1941, σελ. 4).
Με αγορανομική διάταξη ορίσθηκαν ανώτατα όρια τιμής πωλήσεως ξυλανθράκων για την περιοχή Αθηνών κατ’ οκάν: Ξυλάνθρακες άγριοι από πουρνάρι, φιλίκι, αργιά, σκίνο, μέλια, εληά και ρίζες όλων των θάμνων, χονδρικώς στον σιδηροδρομικό σταθμό Αθηνών δραχμές 5,90, λιανικώς στην περιοχή Αθηνών 6,70. Ημιάγριοι και ήμεροι από κουμαριές και νεαρά δένδρα δρυός και οξυάς και ήμεροι από χονδρούς κορμούς υπεργήρων δρυών κλπ. πωλούμενοι αναμίξ χονδρικώς στον σιδηροδρομικό σταθμό Αθηνών δραχμές 5,30 και λιανικώς στην περιοχή Αθηνών 6,20 (βλ. εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον, 28 Μαρτίου 1941, σελ. 4). Ο Γιάννης Καιροφύλας στο βιβίο του έγραψε πως τα κάρβουνα είχαν αρχίσει να γίνονται δυσεύρετα και οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας “κάθονταν με τις ώρες στις ουρές στις μάντρες των καρβουνιάρικων, μέσα στο καταχείμωνο, με κρύο και βροχές για να εξασφαλίσουν την απαραίτητη και μοναδική σχεδόν εκείνα τα χρόνια καύσιμη ύλη”. Και πρόσθετε πως έδιναν με δελτίο 2 ή 3 οκάδες ανάλογα με τα μέλη της οικογενείας (βλ. σελ. 117-118).
Όσον αφορά τα τρόφιμα έγραψε πως με οικογενειακά δελτία έπαιρναν μισή οκά ή μιάμιση οκά κρέας, ανάλογα με τα μέλη της οικογενείας, και πατάτες μία ή μιάμιση οκά, καθώς και φέτα 75 δράμια ή 150. Πληροφορεί ακόμη πως οι πατάτες είχαν 8,5 δρχ. η οκά, τα κρεμμύδια 7 δρχ., η φέτα 44 δρχ. και το λάδι 59 δρχ. (βλ. σελ. 117). Περί αυτών βλ. και την 4η σελίδα του φύλλου της Πρωΐας της 30ης Μαρτίου 1941, όπου και διευκρινίζεται ότι τα σημειούμενα ισχύουν από την Δευτέραν 31 Μαρτίου 1941 μέχρι και την Δευτέρα 7 Απριλίου 1941.
Στην εφημερίδα Η Πρωΐα, που διευθυντής της ήταν ο Στέφανος Γ. Πεσμαζόγλου, αρχισυντάκτης της ο Γεώργιος Καραντζάς και από τους βασικούς της συνεργάτες ο Κώστας Βάρναλης – που είχε καλή γνώση της προσφοράς, της ποιότητας και της τιμής όλων των τροφίμων (κρέατα, ψάρια, λαχανικά κά) όπως μαρτυρούν πολλοί, μαζί και ο Φιλαδελφειώτης πολιτικός Βασίλης Εφραιμίδης που είχε κάνει και Διευθυντής της προδικτατορικής Αυγής τον καιρό που ο Βάρναλης έγραφε το χρονογράφημά της – την Κυριακή 30 Μαρτίου 1941, στη στήλη “Εις το Περιθώριον των Γεγονότων”, με τίτλο “Εδώ και αλλού” δημοσιεύονταν η ακόλουθη τρόπον τινά επισιτιστική επισκόπηση: “Διενεμήθη και χθες κατεψυγμένον κρέας δια των οικογενειακών δελτίων. Την προεταραίαν είχαν διανεμηθή πατάτες. Ψάρια επίσης υπήρξαν εις πλήρη επάρκειαν κατά τας ημέρας αυτάς. Και εν γένει ο επισιτισμός της εν πολέμω από πέντε ήδη μην΄νων χώρας μας γίνεται κατά τρόπον τον οποίον ασφαλώς θα εζήλευον οι λαοί χωρών Ευρωπαϊκών που δεν ευρίσκονται εν πολέμω. Και μόνον το γεγονός ότι το ψωμί υπάρχει εν αφθονία και δεν δίδεται με δελτία, θα ήτο αρκετόν να χαρακτηρίση την επισιτιστική μας εν πολέμω κατάστασιν ως εξαιρετικώς καλήν, υπό τας περιστάσεις. Μία αθηναϊκή οικογένεια ευρίσκει τώρα εις την αγοράν και λαχανικά εν αφθονία – αγκινάρες, φρέσκα κουκιά, κουνουπίδια. Το λάδι και το βούτυρο υπάρχει επίσης. Η ζάχαρις διανέμεται κανονικώς εις την ορισθείσα κατ’ άτομον και κατά μήνα ποσότητα και δεν ευρίσκει κανείς σήμερον εις άλλας εμπολέμους χώρας της Ευρώπης τον καφέν που ευρίσκει εις τα τόσα καφενεία μας, ούτε βλέπει τόσον πλουσίας προθήκας εδωδιμοπωλείων και ζαχαροπλαστείων. Αλλά και άλλα τρόφιμα της πρώτης ανάγκης – όπως π.χ. τα αυγά και το γιαούρτι – ευρίσκονται παντού εις αφθονίαν. Ό,τι, όμως, έχει ακόμη μεγαλυτέραν σημασίαν, είναι η διάθεσις του κοινού, το οποίον είναι έτοιμον δια κάθε θυσίαν που θα εχρειάζετο δια την εξασφάλισιν της νίκης και γνωρίζει ότι ο μαχόμενος στρατός μας πρέπει πρωτίστως να έχη τα πάντα εν αφθονά (βλ. σελ. 3).
Μια είδηση του τότε, επισιτιστικού ωστόσο ενδιαφέροντος έχει θαρρώ τη θέση της εδώ – κρύβεται μέσα σε ένα διαγωνισμό ναυλώσεων του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού δια μεταφοράν σταφίδος βιομηχανίας – ιδού αυτός: “Ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός προσκαλεί τους πλοιοκτήτας ή μεσίτας τους ενδιαφερομένους δια ναυλώσεις προς μεταφοράν σταφιδών εκ των κάτωθι λιμένων Πελοποννήσου εις Ελευσίνα, Βόλον, Θεσσαλονίκην, Πειραιά, Χανιά και Ηράκλειον, όπως πρόσφέρωσι τιμάς κατά τόνον, χωριστάς εκ των λιμένων Κατακώλου-Ζακύνθου-Κεφαλληνίας, Αγίας Κυριακής, Μαράθου, Πύλου, Μεθώνης, Φοινικούντος (Ταβέρνας), Κορώνης και Πεταλιδίου, εις τους λιμένας Ελευσίνος, Πειραιώς, Βόλου, Θεσσαλονίκης, Χανίων και Ηρακλείου. Ναυλώσεις δύνανται να γίνωσι δι’ έν ή πλείονα ταξίδια, δια πλοίων διαφόρου χωρητικότητος. Προσφοραί δεκταί από σήμερον [28 Μαρτίου 1941] μέχρι και της Τετάρτης 2 Απριλίου [1941] εις τα ενταύθα γραφεία μας (Τμήμα Βιομηχανίας Σταφίδος) Κορνάρου 4 [Αθήναι] ένθα παρέχονται πληροφορίαι καθ’ όλας τας εργασίμους ώρας της ημέρας” (βλ. εφημερίδα Η Πρωΐα, 30 Μαρτίου 1941, σελ. 3).
(ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου