“Το γεγονός το οποίον επεριμέναμε επί μακρού χρόνου επραγματοποιήθη”. Μ’ αυτά τα λόγια ξεκίνησε ο Γιώργος Σεφέρης την ανακοίνωσή του προς τους ανταποκριτές του ξένου τύπου στις 6 Απριλίου 1941, και συνέχισε: “Σήμερα εις τας 5.30, τα στρατεύματα του “Μεγάλου Ράιχ” επετέθησαν εναντίον της Ελλάδος, μίας μικράς χώρας η οποία από μηνών αντιστέκεται νικηφόρως εναντίον της πλέον υπούλου επιδρομής. Βεβαίως γνωρίζομεν – μας το είπαν τοσάκις – ότι υπάρχει μία νέα Ευρωπαϊκή τάξις [πραγμάτων]. Βεβαίως η νέα αυτή τάξις σημαίνει ότι πρέπει να δολοφονούν τον αδύνατον, ότι δύνανται να μεταχειρίζονται τα πλέον βδελυρά ψεύδη δια να δολοφονούν τους μικρούς λαούς, ότι πρέπει συστηματικά να εξολοθρεύσουν με όλα τα μέσα της συγχρόνου επιστήμης τους λαούς τους οποίους θέλουν να υποδουλώσουν. Η Ελλάς υπέστη σήμερον την πρωίαν την επίθεσιν μιας μεγάλης Αυτοκρατορίας, η οποία προσθέτει τα 80-90.000.000 των κατοίκων της εις τα 45.000.000 εκείνων οι οποίοι μάς επετέθησαν στο Αλβανικό Μέτωπον. Το πρόσχημα και η δικαιολογία την οποίαν δίδουν είναι ότι η Γερμανία ήθελε να μας κάμη να αποφύγωμεν τις φρικαλεότητες του πολέμου. Εάν δεν εδίδαμεν καμία σημασία εις την ύπαρξίν μας, εις την ύπαρξιν της ψυχής μας, των παραδόσεών μας, τας οποίας έχομεν από πολλών χιλιετηρίδων, και αι οποίαι πολλάκις έδωσαν την σφραγίδαν των εις την φυσιογνωμίαν του Κόσμου, εάν δεν εδίδαμεν σημασίαν εις την ανθρώπινην αξιοπρέπειαν, τότε θα ήτο δυνατόν να μας πείση αυτή η επιχειρηματολογία η οποία βασίζεται εις την αρχήν ότι όσο μεγαλύτερον είναι το ψεύδος τόσον είναι και αποτελεσματικώτερον. Αλλά τα πράγματα δεν συνέβησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον. Η Ελλάς την 28ην Οκτωβρίου έλαβε την απόφασιν να ζήση ελευθέρα ή να αποθάνη. Την απόφασιν ταύτην ουδέ καν την συνεζήτησεν ήδη από τους πρώτους μήνας του Πολέμου. Η απόφασίς της αύτη παραμένει και σήμερον ισχυρά, οπότε το αυτό πρόβλημα παρουσιάσθη προ ημών. Και σήμερον είμεθα αποφασισμένοι να ζήσωμεν ελεύθεροι ή να αποθάνωμεν.
Είμεθα μικρός λαός αλλά έχομεν μεγάλην πείραν. Γνωρίζομεν ότι είναι κάποτε η μοίρα ωρισμένων Εθνών να αντιτάσσωνται πάντοτε εις ωρισμένας δυνάμεις του κακού. Δεν είναι η πρώτη φορά καθ’ ην η Ελλάς εκτελεί τοιούτον προορισμόν. Ουδεμία αμφιβολία ότι, όπως τον εξετέλεσε κατά το παρελθόν, θα τον εκτελέση και σήμερον, αύριον, πάντοτε οσάκις παρουσιάζεται η περίπτωσις να πολεμήση τας δυνάμεις του κακού. […]
Ως προς τας ειδήσεις του Βορειοανατολικού Μετώπου, και αυτοί οι Γερμανοί εις το ανακοινωθέν των λέγουν ότι συνήντησαν πείσμονα αντίστασιν εκ μέρους των Ελλήνων. Από της πρωίας σήμερον η μεγαλυτέρα εποποιία της Ελλάδος γράφεται εις τας δέλτους της Ιστορίας. Προ του ηρωισμού των στρατιωτών μας, ωχριά ό,τι και αν επιτέλεσαν μέχρι τούδε οι Έλληνες υπερασπιζόμενοι το πάτριον έδαφος. Μαχόμεθα εναντίον δυνάμεων δεκάκις μεγαλυτέρων και εναντίον μηχανικών μέσων εκατοντάκις ανωτέρων. Οι Έλληνες ανθίστανται σταθερώς. Τα πτώματα των εισβολέων συσσωρεύονται προ των γραμμών μας. Οι Γερμανοί δεν ημπορούν να προχωρήσουν, ενώ τα Γερμανικά αεροπλάνα μαίνονται υπεράνω των γραμμών μας”.
Και οι πολεμιστές του Βορειοδυτικού Μετώπου, του μοναδικού έως τότε μετώπου, τι πληροφορούνταν για την κατάσταση στο νέο μέτωπο, τι συνέπειες υπήρξαν στις δικές τους γραμμές – ενδιαφέρει θαρρώ να μάθουμε, πολύ περισσότερο που γνωρίζουμε ότι και Φιλαδελφειώτες πολεμούσαν βεβαίως στο Βορειοδυτικό Μέτωπο…
Οδηγός μας ας είναι ορισμένα από τις ημερολογιακές σημειώσεις του Άγγελου Τερζάκη εκείνον τον Απρίλη, τον Απρίλη του 1941, που έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1718, Δεκέμβριος 1999, σελ. 879-890. Ο Άγγελος Τερζάκης ήταν και αυτός ένας του Βορειοδυτικού, του Αλβανικού δηλαδή Μετώπου:
“6.4.41
Η πρώτη είδηση, πριν ένα τέταρτο: Ο σταθμός διέκοψε την μετάδοση της λειτουργίας για ν’ αναγγείλει σημαντικά γεγονότα. Σε λίγο: Στις 5.30 επεδόθη τελεσίγραφο προς την Ελλάδα από τη Γερμανία. Θα μπουν να επιβάλουν … την τάξη! Ο Κοριζής απάντησε πως η Ελλάς θα αντισταθεί.
Άρχισε αμέσως η επίθεση και οι μάχες […] Η μεγαλύτερη στιγμή στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Πολεμάει με δύο μαζί μεγάλες δυνάμεις. […]
Συλλογίζομαι μ’ αγωνία μήπως βομβαρδίσουν την Αθήνα. […]
8.4.41
Λένε πως τους σταματήσαμε. Να ‘ναι αλήθεια; Είμαι πολύ επιφυλακτικός. Τα γνωστά είν’ αυτά. Κρατούμε τις θέσεις μας. Μας πήραν ένα οχυρό. Το Ρούπελ αντιστέκεται. Τους ρίξαμε 17 αεροπλάνα, καταστρέψαμε 10 τανκς και πιάσαμε 170 αιχμαλώτους. […]
Καλεσμένος χθες το βράδυ στου Προκοπίου. Πήγα να του ζητήσω συγγνώμη γιατί δεν θα ‘μενα. Είχαμε σύσκεψη στο γραφείο. […] Συζητούνε μισοσοβαρά μισοαστεία το ενδεχόμενο να βγούνε στα βουνά, αντάρτες, σε περίπτωση υποδούλωσής μας από τους Γερμανούς. […]
Από χτες βρέχει. […] Θύμησες έρχονται στον νου από […] τόπους που γνώρισα και αγάπησα. Σε κάθε γωνιά, κάθε φύσημα του βρόχινου ανέμου φέρνει και μια νοσταλγία μαγική. […]
Τι έρχονται αυτοί οι ξένοι άνθρωποι να κάνουνε στη χώρα μας; Γιατί μας ταράζουν τη σεμνή γαλήνη, γιατί μας επιβουλεύονται την ταπεινή μας ονειροπόληση;
Το ανακοινωθέν του Στρατηγείου λέει πως η Δυτική Θράκη εκκενώνεται, “εγκαίρως και κανονικώς”.
Αχ, Ελλάδα, άμοιρη κι αγαπημένη Ελλάδα! […]
9.4.41
[…] Στο Στρατηγείο διαβάζω το ανακοινωθέν. “Ισχυρά μηχανοκίνητος Μεραρχία … προχωρεί επικινδύνως προς την Θεσσαλονίκην”.
Πώς όλα ξαφνικά άλλαξαν, μέσα σε τρεις ημέρες! […]
Ώρα 4.00 μ.μ. περίπου, ο Προκοπίου παρουσιάζεται στην αυλή και κάνει νόημα να μου μιλήσει. Βγαίνω. “Έπεσε η Θεσσαλονίκη”, μου λέει.
Πάμε στον καφενέ του Μάνθου και κλαίμε τη μοίρα μας.
Νύχτα, ώρα 9.15. Το φως του φεγγαριού διαδέχτηκε ομαλά αδιόρατα, το υγρό φως της βροχερής ημέρας. Ψιλοβρέχει. Βγαίνω από την πόρτα και βρίσκω τον Κωστάκη να κόβει βόλτες στην αυλή. Είναι στενοχωρημένος. Μου ζητάει νέα. Του λέω πως ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βερολίνου ανήγγειλε άλωση της Θεσσαλονίκης. Ανάβω τσιγάρο και κουβεντιάζουμε […]
Το ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου αναγέλλει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. […]
Η στρατιά μας της Μακεδονίας παρεδόθη. Μου το λέει ο Προκοπίου. Μαζεύουμε τα αρχεία”.
(ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου