“11.4.41
Χτες το βράδυ, από τις 9:30 ως τις 12:45 στου Προκοπίου και του λοχαγού Χατζή. […]
Γυρίζω σπίτι στις 1. Δεν με κολλάει ύπνος ως τις 4. Κι όλη τη νύχτα ακούω τα τρακτέρ και τα πυροβόλα να κατεβαίνουνε τον δρόμο προς τα πίσω, αντίστροφα δηλαδή απ’ ό,τι τ’ άκουγα τον περασμένο Νοέμβρη … Σπαραγμός ψυχής.
Σύμπτυξη ή κάλυψη των νώτων μας;
Φαίνεται πως βαίνουμε για αιχμαλωσία.
12.4.41
[…] όλα δείχνουν μέλλουσα υποχώρηση. […]
Όλο τηλεφωνήματα για μεταφορά πυρομαχικών, υλικών προς τα πίσω.
Κρύο φοβερό. Αποβροχάρης βοριάς που τσούζει. Τα βλέμματά μας είναι στραμμένα στο Καλπάκι, τελευταία ελπίδα.
Όλη μέρα μού τριβελίζει το μυαλό ο χτεσινός βομβαρδισμός του Πειραιά. Δεκαέξη διαδοχικά κύματα, τέσσερις ώρες. Ο Προκοπίου μού λέει: όλη μέρα. […]
13.4.41
[…] Ημερησία διαταγή του Μαυρογιάννη που συγχαίρει τους πυροβολητές και αναγγέλει την υποχώρηση.
16.4.41
[…] Φαίνεται πως διατάχθηκε γενική υποχώρηση. Το είπε ο Μαυρογιάννης από το τηλέφωνο στον Ποντίκα. “Εντός της νυκτός”.
Το πρωί μάθαμε πως το μέτωπο ευθυγραμμίστηκε. Υποχώρησε “με μεγάλη επιδεξιότητα” το Γ’ Σώμα Στρατού. Το Βερολίνο χτες το βράδυ ανήγγειλε κατάληψη της Πτολεμαΐδας, της Κοζάνης και της Κορυτσάς.
Ο Μαυρογιάννης λέει στον Δεττοράκη από το τηλέφωνο: “Όχι, γενική θα είναι” (η υποχώρηση φυσικά). […]
Η διαταγή της γενικής υποχώρησης δόθηκε.
Μεγάλη Εβδομάδα για την Ελλάδα.
Στο νου μου στριφογυρίζει επίμονα ο μονόλογος του Οθέλλου.
“Έχε γεια, ασκέρι φτεροστόλιστο! …”
Καίω τα επιστολόχαρτα του Βασιλικού Θεάτρου, δύο τεύχη της Νέας Εστίας για να μην τα βρουν οι Ιταλοί.
Ατμόσφαιρα ενός σπιτιού υπό μετακόμιση. […]
Στα τελευταία μου χαρτιά που καίγονται (Νέα Εστία), ένας τίτλος ποιήματος: Πίνδος. Αντιστέκεται λίγο, μαυρίζει, οι φλόγες την κυρίεψαν, χάθηκε.
Ώρα 7 μ.μ. Καθώς πάω στο δωμάτιό μου να πάρω την καραβάνα μου για φαΐ, ακούω κρότο τρακτέρ στον δρόμο. Κοιτάζω. Πυροβολαρχία που υποχωρεί.
Η πόρτα μου ανοίγει. Μπαίνει ο γερο-σπιτονοικοκύρης, ζυγώνει στ’ άλλο παράθυρο και, σκυφτός, κοιτάζει κι αυτός.
“Τ’ είν’ αυτό;”, μου λέει.
“Δεν ξέρω”, του λέω.
“Είναι κι άλλος στρατός, πολύς, που έρχεται από πίσω”.
“Πού;”
“Έλα ‘δώ”.
Με βγάζει στο χαγιάτι και κοιτάζω. Η υποχώρηση αρχίζει. Πυροβολαρχίες κατεβαίνουν, τρακτέρ, άλογα, πεζοί. […]
Στις βρύσες του χωριού, κάμποσοι ντόπιοι στέκονται κάτω από τη βροχή και κοιτάζουνε βουβοί την Ελληνική υποχώρηση.
Τα στήθια φουσκώνουν από βαθύτατο στεναγμό: Αχ, Ελλάδα, κακόμοιρη Ελλάδα … […]
Κι ο θρήνος του χωριού φουντώνει. Οι γυναίκες, στην αυλή, φωνάζουν. “Να φύγουμε, να πάμε μαζί τους, να πεθάνουμε στα χέρια τους”, λέει μια. […]
Ο αρχηγός δίνει διαταγή να μαζέψουμε τα χαρτιά. Τα μαζεύουμε. Ώρα 10:50.
17.4.41
Φύγαμε από τη Δερβιτσάνη στις 10 π.μ. περίπου. Φθάνουμε στη Ζαραβίνα περί τις 12 το μεσημέρι.
Κρίση καταλύματος.
(Στους δρόμους πεζοί που πηδάνε στ’ αυτοκίνητα. Έχουνε διαθέσεις λιποταξίας. Τους κατεβάζουμε με το στανιό σχεδόν στην Κακαβιά”.
Ανάγκη πάσα θαρρώ να κατηφορίσουμε προς συνάντησιν με τους κατοίκους της Πρωτεύουσας και της Νέας Φιλαδέλφειας φυσικά, για να δούμε τις επιτόπου εξελίξεις και τη βίωσή τους από τον πληθυσμό – αργότερα θα συναντηθούμε και πάλι με τους πολεμιστές του Μετώπου και την εντωμεταξύ μεταβαλλόμενη κατάστασή τους.
Ο Γιάννης Καιροφύλας στο βιβλίο του Η Αθήνα του ’40 και της Κατοχής σημειώνει: “Η είδηση ότι εγκαταλείφθηκε η Θεσσαλονίκη προκαλεί βαθιά θλίψη. Δεν είναι μια είδηση απλή. Η πρωτεύουσα της Μακεδονίας έχει πέσει ήδη στα χέρια των εχθρών. Η Αθήνα ζει τώρα περισσότερη αγωνία. Ίσως σε λίγες μέρες να έρθει και η σειρά της. … κυκλοφορεί η φήμη ότι γίνεται αναδίπλωση σε νέες γραμμές αμύνης” (βλ. σελ. 126-127).
“Η κατάρρευση του Μετώπου της Μακεδονίας δημιούργησε μεγάλες ανησυχίες στους Αθηναίους”, συνεχίζει ο Καιροφύλας (και ασφαλώς και στους κατοίκους της Νέας Φιλαδέλφειας, συμπληρώνω εγώ), και προσθέτει: “Έβλεπαν τους Γερμανούς να πλησιάζουν κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Οι παροχές ατόκων δανείων από 1.500-5.000 δρχ. στους δημοσίους υπαλλήλους, τους στρατιωτικούς και τους συνταξιούχους είναι ένα ακόμη δείγμα ότι κάτι δεν πάει καλά. Η κυβέρνηση αποφασίζει να δώσει χρήματα στον κοσμάκη – δήθεν υπό μορφήν δανείου – αλλά στην ουσία για να μπορέσει να κάνει κάποιες προμήθειες. Απόδειξη ήταν άλλωστε ότι τα άτοκα δάνεια δόθηκαν ακόμη και στους εργατοϋπαλλήλους. Οι συνταξιούχοι του ΙΚΑ παίρνουν κι αυτοί μια σύνταξη και τους λένε ότι η εξόφλησή της θα γίνει σε 856 εβδομάδες” (βλ. σελ. 129).
Ο Ασημάκης Πανσέληνος στο βιβλίο του Τότε που ζούσαμε… έχει γράψει πως “οι Εγγλέζοι ανοίξαν τις αποθήκες τους στον κοσμάκη”, στηλίτευε τους αριστοκράτες που πήγαν με τις κούρσες τους και πρόσθετε: “Από στόμα σε στόμα ακούγονταν λεπτομέρειες για τη μοιρασιά στις εγγλέζικες αποθήκες – πήρε χαρακτήρα ρεμούλας. Πολλοί κυκλοφορούσαν με Εγγλέζικα ρούχα, φόρμες και κάσκες, άλλοι κρατούσαν λογής πράματα και εργαλεία που καλά-καλά δεν ήξεραν τι είναι” (βλ. σελ. 291 και 294).
Ας επανέλθουμε ωστόσο στον Γιάννη Καιροφύλα, εκεί που σημειώνει ότι:
1) “Επίσημα δεν έχει τίποτε ανακοινωθεί μέχρι της 12ης Απριλίου 1941 για συνθηκολόγηση του Στρατού. Δημοσιεύεται όμως μια είδηση στις εφημερίδες, που αφήνει να συμπεράνει κανείς πολλά. Ξένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, έλεγαν οι πληροφορίες, μετέδωσαν την είδηση ότι “αι αποκοπείσαι και συνθηκολογήσασαι ανατολικά του Αξιού δυνάμεις ανήρχοντο εις 80.000″. Η είδηση αυτή δεν μένει ασχολίαστη από κυβερνητικής πλευράς. Χαρακτηρίζεται υπερβολική και ότι δόθηκε για λόγους εντυπώσεων. Οι δυνάμεις που αποκόπηκαν ήσαν πολύ λιγότερες και αρκετοί Έλληνες πολεμιστές είχαν αποσυρθεί έγκαιρα” (βλ. σελ. 124).
2) “Ο Πειραιάς βομβαρδίζεται νύχτα και μέρα. Μετρήθηκαν σ’ ένα εικοσιτετράωρο 16 κύματα επιδρομών Γερμανικών αεροπλάνων. Μια από τις επιδρομές που έγινε νύχτα κράτησε 4 ολόκληρες ώρες. Οι Γερμανοί ρίχνουν βόμβες και νάρκες. Τα “Στούκας” με τις κάθετες εφορμήσεις τους σφυράνε δαιμονισμένα” (βλ. σελ. 129).
(ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου