3) “… Οι πληροφορίες δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες της 15ης Απριλόυ 1941 για τη συμπεριφορά των στρατευμάτων Κατοχής στη Θεσσαλονίκη … Οι πληροφορίες αυτές έλεγαν ότι οι Γερμανοί είναι κοινοί ληστές. Πήραν όλα τα τρόφιμα και τα ‘στειλαν αμέσως στη Γερμανία. Τώρα ληστεύανε και τα τιμαλφή. Μεθαύριο θα πάρουν όλα τα μάλλινα και τα μεταξωτά. “Και οι Γερμανοί ελευθερωταί, οι πολιτισμένοι, συναγωνίζονται εις την Θεσσαλονίκην τους χειροτέρους γκάνγκστερς” (βλ. σελ. 130).
4) “[Η 15η Απριλίου 1941] ήταν μια από τις δύσκολες του Πολέμου. Η Αθήνα, ο Πειραιάς και τα Περίχωρα [φυσικά και η Νέα Φιλαδέλφεια] βρίσκονταν σε κατάσταση συναγερμού όλες σχεδόν τις ώρες. Για πρώτη φορά γνώριζαν μια τόσο πολύωρη και επίμονη επιδρομή. […] Οι Γερμανοί προσπάθησαν να κάμψουν το ηθικό του αγωνιζόμενου λαού με τις συνεχεία επιδρομές, που έγιναν το ίδιο επίμονες και στις 16 Απριλίου 1941, με στόχο εκτός από τον Πειραιά και όλα τα παράλια του Σαρωνικού” (βλ. σελ. 131).
Είναι τώρα η στιγμή, πριν συνεχίσουμε την αναφορά στην περαιτέρω καθημερινότητα των κατοίκων της Πρωτεύουσας, μαζί και της Νέας Φιλαδέλφειας, να πληροφορηθούμε τα της Ελληνοβρετανικής συνεργασίας, όπως αυτά εξελίσσονταν στο γειτονικό στη Νέα Φιλαδέλφεια Τατόι στις 18 και 19 Απριλίου 1941. Κατατοπιστικό για τα σχετικά το βιβλίο του Κώστα Μ. Σταματόπουλου Τατόι. Περιήγηση στον Χρόνο και στον Χώρο, τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Καπόν 2019.
“Ο εχθρός προήλαυνε στην Θεσσαλία – σημειώνει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος – ενώ από την Ήπειρο πληθαίνουν τα μηνύματα αποσύνθεσης του στρατεύματος. Οι μέχρι χθες νικητές, επέστρεφαν τώρα νικημένοι. Επικρατούσε απελπισία και οργή. Κράτος και ιεραρχία έμοιαζαν να έχουν καταλυθεί. Το κλίμα επομένως κάτω από το οποίο πραγματοποιήθηκε η σύσκεψη στο Τατόι τη [Μεγάλη] Παρασκευή 18 Απριλίου 1941, στις ένδεκα το πρωί, ήταν ιδιαίτερα βαρύ. […] Τόσον ο Βασιλεύς, όσο και ο Αρχιστράτηγος αδυνατούσαν να ομολογήσουν ανοιχτά στους Βρετανούς, οι οποίοι θεωρούσαν ακόμη εφικτή την καθήλωση του εχθρού για κάποιο διάστημα στην περιοχή του Δομοκού, των Θερμοπυλών και του Μπράλου, πως από Ελληνικής στρατιωτικής πλευράς κάθε άμεση αντίσταση ήταν αδύνατη και πως το ζήτημα πλέον ήταν η οργάνωση της κατά το δυνατόν ασφαλέστερης αποχώρησης των Βρετανών από το ελληνικό έδαφος … Το δεύτερο θέμα που ετέθη εκείνο το πρωί στο Τατόι, αφορύσε την αναχώρηση του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως από την Αθήνα: όλοι συμφώνησαν πως θα έπρεπε να γίνει την ύστατη μόνο στιγμή. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Βρετανού πρέσβη [Πάλαιρετ], ο Αριχστράτηγος Παπάγος δήλωσε ότι ο ίδιος σκόπευε να παραμείνει στην Αθήνα και να συλληφθεί … Η σύσκεψη δεν κατέληξε ως προς όλα τα ζητήματα. Έτσι ο Βασιλεύς πρότεινε νέα συνάντηση για την επομένη στις 3 το απόγευμα. Και πάλι στο Τατόι. […] Η αυτοκτονία του Πρωθυπουργού Κοριζή οδήγησε τον Γεώργιο […] το πρωί του [Μεγάλου] Σαββάτου 19 Απριλίου 1941 να προτείνει την πρωθυπουργία σε έναν καθαρόαιμο Βενιζελικό, στον απόστρατο στρατηγό Α. Μαζαράκη-Αινιάν. Ο στρατηγός απέφυγε να δεσμευτεί, προτού συγκεκριμένα και υπεύθυνα ενημερωθεί για τη στρατιωτική κατάσταση. Έτσι κλήθηκε να παραστεί στη σύσκεψη στο Τατόι, της οποίας η έναρξη, εξαιτίας όλων αυτών των συνταρακτικών και απρόβλεπτων γεγονότων, είχε μετατεθεί για τις 4 το απόγευμα” (βλ. σελ. 151-152).
Κατά τη σύσκεψη του Μεγάλου Σαββάτου του 1941, στο γειτονικό της Νέας Φιλαδέλφειας Τατόι, καταπώς τα γράφει ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος, στην ουσία οι δύο πλευρές δεν άλλαξαν γνώμη, ο στρατηγός Μαζαράκης τότε συνειδητοποίησε ότι οι Γερμανοί έμπαιναν πλέον στη Λάρισα και εξάρτησε την αποδοχή από μέρους του της πρωθυπουργίας από την εξουσιοδότηση να συνάψει ανακωχή, ενώ ο στρατηγός Ούεβιλ έδωσε τέλος στην σύσκεψη, μετά από μια τρίωρη περίπου εξαιρετικά δύσκολη συζήτηση, “εκθειάζοντας την Ελληνική αντίσταση κατά των Ιταλών και των Γερμανών και λέγοντας πόσο πολύ λυπόταν που η Βετανία απέτυχε να συνδράμει αποφασιστικά την Ελλάδα. Εξέφρασε δε την βεβαιότητα ότι οι δύο χώρες θα συνέχιζαν να συνεργάζονται ως την τελική νίκη” (σελ. 152-153).
Για τις συσκέψεις στο γειτονικό της Νέας Φιλαδέλφειας Τατόι έχει γράψει και ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης στο έργο του Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, ειδική έκδοση για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2011, Τόμος 1, σελ. 33 και 36, τα ακόλουθα: “Η Βρετανική διοίκηση προέβλεπε να αντισταθεί για ορισμένο διάστημα υπό την προϋπόθεση ότι ο Ελληνικός στρατός, παρά τη μειωμένη του μαχητικότητα, θα συνέχιζε τον αγώνα. Πρώτος όμως ο αρχιστράτηγος Παπάγος, στις 18 Απριλίου 1941, δήλωσε στον Άγγλο ανώτατο διοικητή, στρατηγό Ουίλσον, ότι το Βρετανικό σώμα δεν έπρεπε να βασίζεται στην Ελληνική υποστήριξη και ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να εγκαταλείψει την Ελλάδα Την ίδια μέρα έγινε στα Ανάκτορα Τατοΐου μεγάλη σύσκεψη κατά την οποία ο στρατηγός Ουίλσον δήλωσε: “Μπορούμε να κρατήσουμε τη γραμμή Θερμοπυλών έως τις 6 Μαΐου, αν ο Ελληνικός στρατός συνεχίσει την μάχη”. Ο Ελληνικός στρατός [στερείται] αντοχής και της συνοχής του”, είπε ξερά ο Παπάγος. Εκείνο το απόγευμα ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κοριζής αυτοκτόνησε […]. Την επομένη η σύσκεψη επαναλήφθηκε με συμμετοχή του Βρετανού αρχιστρατήγου της Μέσης Ανατολής, στρατηγού Ούεβιλ. Δεν παρευρισκόταν όμως Έλληνας πρωθυπουργός. Δεν είχε βρεθεί ακόμη αντικαταστάτης του Κοριζή. Και εκεί ο Βασιλιάς όσο και ο Παπάγος εξέθεσαν ωμά τα πράγματα προς τους Άγγλους: έπρεπε να φύγουν για να γλιτώσουν οι ίδιοι και για να αποφύγει η Ελλάδα ένα μάταιο ολοκαύτωμα. Οι Βρετανοί συμφώνησαν. Και από το Λονδίνο ο πρωθυπουργός Τσώρτσιλ ενέκρινε”.
Το Μεγάλο Σάββατο 19 Απριλίου 1941, η Ακρόπολις, η “αρχαιοτέρα των Ελληνικών εφημερίδων”, κυκλοφόρησε με τίτλο “Απεβίωσε χθες την 4ην μ.μ. αιφνιδίως ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κοριζής”, δημοσιεύοντας παρακάτω την ακόλουθη ανακοίνωση: “Η Α.Μ. ο Βασιλεύς μετά τον θάνατον του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κοριζή και αφού μέχρι των πρωινών ωρών ήκουσε τας γνώμας διαφόρων προσωπικοτήτων, ανέθεσεν εις τον κ. Κ. Κοτζιάν, Υπουργόν Διοικητήν Πρωτευούσης, την εντός της πρωίας σήμερον υποβολήν καταλόγου υπουργών της νέας Κυβερνήσεως. Ο κ. Κοτζιάς θα έχη την ιδιότητα του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως, δοθέντος ότι, λόγω των εκτάκτων περιστάσεων, των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου θα προεδρεύη ο ίδιος ο Άναξ” (βλ. σελ. 1). Στην δέυτερη σελίδα του αυτού φύλλου της Ακροπόλεως δημοσιεύθηκε και δήλωση του Κ. Κοτζιά στην οποία μεταξύ άλλων τόνιζε ότι “από της κυβερνητικής πλευράς θα καταβληθή κάθε τίμια προσπάθεια όπως μέχρι του τέλους ο αγών αυτός διατηρηθή άσπιλος, τίμιος και ωραίος, όπως από της 28ης Οκτωβρίου 1940 υπήρξε”. Δημοσιεύθηκε ακόμη το πολεμικό ανακοινωθέν της εσπέρας της 18ης Απριλίου 1941 σύμφωνα με το οποίο: “Εν Μακεδονία πάσα εχθρική πίεσης, σημειωθείσα τόσον εν τη περιοχή Γρεβενών όσο και τη Μέση Κοιλάδι του Αλιάκμονος και εν τη περιοχή Ολύμπου συνεκρατήθη επιτυχώς. Εν τω Αλβανικώ Μετώπω αι κινήσεις μας εντός του Αλβανικού εδάφους εξετελέσθησαν ηρέμως”. Από τα λοιπά δημοσιεύματα της σελίδας διάλεξα τούτο για να βρει τη θέση του εδώ: “Λονδίνον, 18. – Οι εις το Ελληνικόν Μέτωπον Αμερικανοί ανταποκριταί αναβιβάζουν τας εις νεκρούς μόνον Γερμανικάς απωλείας των τελευταίων ημερών της εντατικής αυτής επιθέσεως κατά μετρίους υπολογισμούς εις 50.000 άνδρας. Επίσης εξαίρουν την αποτελεσματικήν δράσιν της Ελληνοβρετανικής αεροπορίας. Ο έκτακτος απεσταλμένος του Ημερήσιου Τηλεγράφου κ. Μέρτον προσθέτει ότι μία μόνη μοίρα Αγγλικών αεροπλάνων κατέρριψεν 100 Γερμανικά αφ’ ης ημέρας ήρχισεν η Γερμανική επίθεσις εναντίον της Ελλάδος”.
(ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου