15) Διάβαινα το κατώφλι της 2ης τάξης της Ανώτατης Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, 19χρονος, όταν διάβασα τη συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στην Πανσπουδαστική (της οποίας αργότερα έγινα και συντάκτης) – και το κατώφλι της 8ης τάξης του Γυμνασίου της Νέας Φιλαδέλφειας (σαν να λέμε σήμερα της Γ’ Λυκείου), όταν δύο χρόνια νωρίτερα, το 1960 17χρονος, διάβαζα τα όσα ένας άλλος ποιητής, που πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, έγραψε στο εβδομαδιαίο περιοδικό Κόσμος, Επιστήμη και Ζωή, με τίτλο “28 Οκτωβρίου 1940. Πέντε στρατιώτες στο “απόσπασμα Δαβάκη”” (βλ. αρ. τεύχους 70, 25-31 Οκτωβρίου 1960, σελ. 7-9).
Στο κείμενο αυτό του Νικηφόρου Βρεττάκου, που πλαισιωνόταν με σκίτσα σχετικά του Σπύρου Βασιλείου και ξυλογραφία του Κώστα Γραμματόπουλου, σημειώνονταν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
“Η επίθεση των Ιταλών στις 28 Οκτωβρίου 1940 έτυχε να με βρει επιστρατευμένον. Και όχι επιστρατευμένον απλώς. Να με βρει κοντά στα σύνορα, σ’ ένα τάγμα που βρισκόταν εντεταγμένο στο απόσπασμα Δαβάκη. Είμαστε πέντε στρατιώτες που […] γίναμε πέντε φίλοι, που κάτω από ραγδαία βροχή με το ηλιοβασίλεμα της 27ης Οκτωβρίου, προσπαθούσαμε να στήσουμε το αντίσκηνό μας σε μια λασπερή πλαγιά. Προσπαθούσαμε και οι πέντε, η πλαγιά ήταν απότομη και γλιστερή, οι πάσσαλοι ξεκαρφώνονταν, γλιστρούσαμε και πέφταμε μπρούμυτα στη λάσπη. […] Το τάγμα πάλευε να στήσει τ’ αντίσκηνά του, ενώ άστραφτε από πάνω μας, η βροχή πύκνωνε ακόμη περισσότερο και το φως της ημέρας λιγόστευε. Πάνω στην ώρα ακούστηκαν βήματα, τα βήματα των ανθρώπων του Πενταλόφου της Κοζάνης, του μεγάλου χωριού που βρίσκονταν σε απόσταση λίγων μέτρων πιο πάνω από την πλαγιά. Γέροι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, παρουσιάσθηκαν ξαφνικά μπροστά μας. Έρχονταν να μας πάρουν στα σπίτια τους. – Για όνομα του Θεού! Σάμπως δεν έχουμε σπίτια … Ελάτε καλέ παιδιά μας, όλοι θα χωρέσουμε … Μαζέψαμε τα μουσκεμένα μας, οι χωρικοί είχαν βγει στους δρόμους και μας έπαιρναν δυο-δυο, τρεις-τρεις, τέσσερις-τέσσερις να μας βολέψουν. Εμείς οι πέντε δεν θελήσαμε να χωριστούμε … Ένας τσαγκάρης μάς πήρε και τους πέντε. […] “Το πρωί τα χαράματα, 28 Οκτωβρίου, ακούστηκε η σάλπιγγα του τάγματος να σημαίνει συναγερμό και από κοντά οι καμπάνες. Εξακολουθούσε να βρέχει. Ο ταγματάρχης μας, ένας έφεδρος, αφού συνταχθήκαμε κατά λόχους, ύστερα από ένα σύντομο “προσοχή!”, “ανάπαυση” άρχισε να μας μιλεί με μια φωνή που από την πολλή συγκίνηση, μόλις μπορούσε και στερεώνονταν στα χείλη του. Θυμάμαι την πρώτη του φράση: “Επήλθε σύρραξις”. Τα άλλα δεν χρειάζονταν, δεν συγκράτησα τίποτα. Μας μοίρασαν μια πατάτα βραστή κι από πέντε ελιές και ξεκινήσαμε. Και κάτι άλλο ακόμη: Από δέκα σφαίρες. Αυτές μας τις μοίραζαν για πρώτη φορά. Ξεκινήσαμε βαθιά χαράματα, έβρεχε διαρκώς και η μέρα βρισκόταν στο τέλος της όταν φτάσαμε στο Εφταχώρι, ένα μικρό χωριό της Φλώρινας. Εκεί μάς περίμεναν πολλά ξαφνικά καλά. Ο συνταγματάρχης Δαβάκης που χόρευε μπροστινός στρίβοντας λεβέντικα το μουστάκι του και μονολογώντας: “πού θα μου πάνε, κάπου θα τους μαντρώσω” και μια καλοψημένη κουραμάνα. Θα πηγαίναμε να ενισχύσουμε τον λόχο του Καράγιωργα που πολεμούσε τους Ιταλούς στην Λυκοράχη. Συνεχίσαμε την πορεία μας. Η βροχή δεν εννοούσε να κόψει. Περάσαμε τρία ποτάμια ως την μέση μες στο νερό. Μόνον όταν άστραφτε βλέπαμε πως είμαστε περικυκλωμένοι από άγρια βουνά. Κάθε μία ώρα πέντε λεπτά στάση μες στη βροχή. […] Όταν πήρε η μέρα και κυτταχτήκαμε, είμαστε αγνώριστοι. Πρόσωπα κίτρινα, πανιασμένα παραμορφωμένα σχεδόν. Δεν θάταν και πολύ μακρυά οι τουφεκιές που ακουγόντουσαν -Έχεις χαρτί, μολύβι μαζί σου; Θα κρατήσεις σημειώσεις ασφαλώς να γράψεις και κανένα βιβλίο όταν θα γυρίσουμε … Ήταν ο ένας από τους πέντε που με ρωτούσε, ο Γιώργος Δούσμανης, ο πιο γραμματιζούμενος της παρέας. Ο φίλος που χωρίς αυτόν θα βρισκόμουν κάπου εκεί ψηλά ενταφιασμένος κάτω από τις οξυές, εδώ και είκοσι χρόνια. Του απάντησα με ένα πικραμένο χαμόγελο κάνοντάς του νόημα μόνο […]
“Οικονομία στα πυρομαχικά, όσο να ρθούνε τα μουλάρια. Οικονομία στις δέκα σφαίρες που μας μοίρασαν στο Πεντάλοφο. Διαφεύγουμε, περπατάμε όλη την ημέρα κι όλη τη νύχτα για να γυρίσουμε σ’ ένα άλλο τρομαχτικό ύψωμα που βρίσκεται στο ίδιο μέρος, να φανείς πως είμαστε άλλοι, πως είμαστε πολύς στρατός, να ρίξουμε μερικές τουφεκιές και να κάνουμε νέους ελιγμούς, να παρουσιαστούμε από αλλού, να παραπλανήσουμε τον εχθρό, όσο να φτάσουνε ενισχύσεις. Μια μέρα, δύο μέρες, τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες. Περπατώντας μέρα νύχτα μες στη βροχή, χωρίς ούτε πέντε λεπτών ύπνο, χωρίς ψωμί, χωρίς τσιγάρο, μόνο με νερό που κανείς μας δεν έπινε πια. Τα πρόσωπά μας είναι κατάμαυρα από τους καπνούς των δαδιών που ανάβαμε τις νύχτες σε πλαγιές που δεν φαίνονταν από τη μεριά του εχθρού. Τα χείλη μας είναι σκασμένα, δεν γνωρίζαμε πια ο ένας τον άλλο. […] Την έκτη μέρα που τα πράγματα είχαν κάπως προωθηθεί, ήρθε γιατρός, μας κύτταξε και σημείωσε: “Άχρηστοι”. Για δέκα μέρες τουλάχιστον θάπρεπε να μας φέρουν σε κάποιο χωριό για ανάπαυση και να μας δώσουν να φάμε. Μας πήγαν στη Σαμαρίνα. Ο επισιτισμός μας λιγοστός, αλλά η φωτιά και η ξάπλα μέσα στα σπίτια μάς έκαναν καλό. Συνήλθαμε. […] Ύστερα από δέκα μέρες, μας έφεραν πάλι στη ζώνη των πρόσω. Στη ζώνη των πρόσω αδιάκοπα. Πάνω στα βουνά. Οι πέντε χωριζόμαστε σιγά-σιγά. Ο Μπολάνης σκοτώθηκε. Ο Παυλάκης έχασε το αριστερό του χέρι. Ο Σκουρμπέλος το δεξί του. Ο Δούσμανης βρίσκεται στο επιτελείο του Συντάγματος. Εγώ έχω πάθει από ψύξη, έχω αδυνατίσει, όσο αίμα έχει η κιμωλία έχω κι εγώ. Πιάνομαι από τα κλαδιά να μην πέσω. Δεν υπάρχει σωτηρία. Σκάβω το χιόνι να βρω λίγη γης ν’ ανάψω φωτιά. Περνάει ο γιατρός και μου δίνει δυο ασπιρίνες. Νομίζω πως τις μέρες μου μπορώ να τις μετρήσω στα δάχτυλά μου, όταν ξαφνικά έρχεται διαταγή να παρουσιαστώ στο επιτελείο του Συντάγματος. Ο Δούσμανης έπεισε τον συνταγματάρχη πως γράφω καλά, πως είμαι δημοσιογράφος κι ο συνταγματάρχης με πήρε και μένα μαζί του σ’ ένα χωριό, την Μορίτσα, που τη βομβάρδιζαν συνεχώς το πυροβολικό και τα αεροπλάνα. Αξίζει να μνημονεύσω τ’ όνομά του. Ήταν ο Θεμιστοκλής Κετσέας, ένας αξιωματικός που τον θαύμασα για την ψυχραιμία του και για την πειθαρχία του. Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι μέρες δίπλα στην φωτιά για να μπορέσω να κουνήσω το χέρι μου”.
“Δίνω αυτά τα περιληπτικά στιγμιότυπα για τους αναγνώστες του Κόσμου θέλοντας να τους υπενθυμίσω τη θυσία. […] Αν, λοιπόν, έγραφα ένα βιβλίο, θα συγκέντρωνα μέσα σ’ αυτό τις ηθικές εξάρσεις, το ανθρώπινο μεγαλείο των Ελλήνων στρατιωτών που έχει τη ρίζα του πολύ βαθιά. Θα συγκέντρωνα στιγμιότυπα από την υπομονή τους, από την καρτερία τους, από τη θέλησή τους. Στιγμιότυπα δηλαδή του ουσιαστικού ηρωισμού και της ουσιαστικής μεγαλοψυχίας. […] Ωστόσο δεν ήταν λίγοι οι συνάδελφοι που έγραψαν αξιόλογα έργα εμπνευσμένα από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Ο Λουκής Ακρίτας. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Μπεράτης, ο Στέλιος Ξεφλούδας και άλλοι. Έτυχε μάλιστα να γράψουν σελίδες όχι τυχαίες, αλλά σελίδες που θα μείνουν, μνήμη μιας πανεθνικής έξαρσης από τις σημαντικότερες του Ελληνισμού”.
“Από τους πέντε στρατιώτες γυρίσαμε πίσω μαζί μόνον οι δυο. Εγώ κι ο Δούσμανης. Περπατούσαμε μέρα και νύχτα. Μέσα στα σακίδιά μας είχαμε και τη σημαία του διαλυμένου Συντάγματός μας. Την παραδώσαμε στον συνταγματάρχη μας φτάνοντας στο Μέτσοβο. Ύστερα συνεχίσαμε. Φτάσαμε ως το Δαδί με τα πόδια. Εκεί μια γέρικη αμαξοστοιχία μάς πήρε στις πλάτες της. Φτάσαμε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου [1941], με τους τελευταίους, με τους ξεγραμμένους. Μέσα στη μνήμη μου εξακολουθώ να διατηρώ εκείνο το δίπτυχο. Από τη μια μεριά τα ματωμένα χιόνια, κι από την άλλη τους φτωχούς στρατιώτες, τοποθετημένους στο υψηλότερο μέρος της συνείδησής μου. Γιατί ανακάλυψα ότι υπάρχει μέσα και στους πιο αφελείς και τους πιο διανοητικά απελέκητους, πολύ φως και πολύ Μεσολόγγι”.
(ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου