Για το γεγονός της επίθεσης της Γερμανίας του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941, χρήσιμο θαρρώ να διαβαστούν στο σημείο αυτό ορισμένα που γράφει ο Ασημάκης Πανσέληνος στο βιβλίο του Τότε που ζούσαμε…, και τούτο διότι εκφράζουν την κατάσταση πνευμάτων στην πλευρά εκείνη του κοινωνικοπολιτικού φάσματος που πρωταγωνίστησε στην Αντίσταση κατά την Κατοχή, αλλά και γενικότερα, στην περιοχή της Πρωτεύουσας και φυσικά στη Νέα Φιλαδέλφεια, καθώς είμαι σε θέση να γνωρίζω από πρώτο χέρι…
“Στις 22 Ιουνίου [1941] το πρωί, καθώς κοιμόμουν, άκουσα να χτυπά το τηλέφωνο”, γράφει ο Ασημάκης Πανσέληνος, και συνεχίζει: “Πετάχτηκα μισοκοιμισμένος. “Ο Πόλεμος μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας άρχισε!”. Στην αρχή (λίγα δευτερόλεπτα) δεν κατάλαβα. […] Αμέσως όμως κατάλαβα τι είχε γίνει και με κυρίεψε αγωνία. […] Το πράγμα φαινόταν. Όλες τις τελευταίες μέρες οργίαζαν οι φήμες: Οι Γερμανοί θα καταλάβουν την Ουκρανία, που τα τρόφιμά της θα επέτρεπαν μια – χώρια από την Αγγλία – ειρήνεψη με την άλλη Ευρώπη! Οι οπαδοί του Γερμανοσοβιετικού [συμφώνου] λέγαν πως όλα τούτα ήταν Εγγλέζικη προπαγάνδα. Μπορεί… Εγώ φοβόμουν. Από τη μια ήθελα να χτυπήσει η Ρωσία τον Ναζισμό κι από την άλλη φοβόμουν. Παρ’ όλες τις δικαιολογίες που έβρισκε για το Γερμανοσοβιετικό [σύμφωνο], συν πλην, το εξηγούσα για αδυναμία. Δεν νοούσα πώς μπόρεσε να δώσει ο Μολότωφ το χέρι του στον Ρίμπεντροπ, όσο κι αν δεν είναι η πολιτική καθαυτή μια δουλειά παστρικιά. Και τον Λιτβίνωφ – έτσι λέγαν – τον αντικατέστησαν με τον Μολότωφ, γιατί δεν δεχόταν ο Ρίμπεντροπ να κουβεντιάσει με [Εβραίο]. Στο αντικρινό με το σπίτι μας καφενείο, όλο το ασκέρι της γειτονιάς […] χαίρεται για την είσοδο της Ρωσίας στον Πόλεμο. Οι δικηγόροι από το μέγαρο Βαρβιτσιώτη μού κάνουν νοήματα σαν να την εκπροσωπώ. Οι οπαδοί του Γερμανοσοβιετικού [συμφώνου] οικτίρουν τον σύμμαχό τους τον Χίτλερ για το μεγάλο του λάθος να επιτεθεί στη Ρωσία. Κι όχι γιατί ήταν τω όντι λάθος πραγματικό, όσο γιατί ο Στάλιν δεν κάνει λάθος ποτέ. Στο ημερολόγιό μου σημείωσα:
“Σήμερα, ύστερα από 23 σχεδόν χρόνια, κρίνεται η μεγάλη υπόθεση του σοσιαλισμού, η τελευταία ελπίδα του ανθρώπου. Η Γερμανία επιτέθηκε σήμερα το πρωί ενάντια στην ΕΣΣΔ, σέρνοντας πίσω της το σκοτάδι. Το αίνιγμα θα λυθεί. Η αξία της θυσίας τόσων χρόνων θα φανεί. Πολλοί νόμισαν πως έπρεπε να γίνει ο Πόλεμος τούτος πριν καταστραφούν οι δημοκρατίες. Άλλοι λέγαν πως έκανε καλά η Ρωσία να περιμένει και να ετοιμάζεται. Το αποτέλεσμα “θα το δείξει”. Αν ο γίγαντας τούτος, που έδινε σ’ όλο τον κόσμο τον τύπο μιας πιο ανθρώπινης ζωής, νικηθεί, τίποτα δεν πρέπει κανείς να πιστεύει, πάρεξ την αδυσώπητη μοίρα. Και μ’ όλα τούτα: Ό,τι κι αν γίνει, στο πείσμα της ήττας, ποτέ δεν θα πάψω να πιστεύω στη λευτεριά και στην κοινωνική δικαιοσύνη, όπως τις υπόσχεται ο σοσιαλισμός”.
[…] Πέρασε μια βδομάδα κι ήταν τα νέα ακόμα αβέβαια και αντιφατικά. Ήταν, θυμάμαι, μια από τις πιο δραματικές στιγμές του Πολέμου. Κι όλα τα πάντα γύρω ξηλώνουν υλικά και ηθικά. Η Εγγλέζικη λίρα σε λίγες μέρες μέσα έφτασε από 7.000 στις 21.000. Χίλιες πεντακόσιες δραχμές τη μέρα αύξησης, πράγμα ασυνήθιστο ως τότε. Η γυναικεία σάρκα γίνεται νόμισμα ανταλλαχτικό.
Είδα στον δρόμο τον Βάρναλη. Ήταν σαν άρρωστος, γιατί του είπαν πως έσπασε το μέτωπο στη Ρωσία. Παίζεται η ζωή μας μου είπε. Με συγκίνησε τόσο που δάκρυσα. Τον εμψύχωσα. Κουβεντιάσαμε για την πείνα και μου μίλησε για κάτι ψάρια που έφαγε την περασμένη Κυριακή στον Ωρωπό και για ένα κρασί που το χαρακτήρισε θαύμα, φαινόμενο ή γεγονός, δεν θυμάμαι πια τώρα τι. Από την μέρα εκείνη δεν μπορεί πια να φάει, να πιει και να κλείσει μάτι. Σήμερα ακόμα, 30 χρόνια κατόπιν από την κουβέντα εκείνη, καθώς βρίσκομαι καμιά φορά μαζί του, και τα λέμε, τρώγοντας ψάρι στην Πάχη ή στην Ανάβυσσο (ο Βάρναλης είναι ψαροφάγος σαν γάτα), ξαναθυμάμαι εκείνη την συνάντηση […] καλοκαίρι καιρό – τρέμαμε, ελπίζαμε και πεινούσαμε, και μες στις Ρούσικες στέπες κινδύνευε το νόημα της ζωής μας. Χωρίσαμε μπροστά στον καφενέ του Γαμβέτα, όπου έπινες για καφέ, ρεβύθι καβουρντισμένο, βρασμένο στα ξύλα! Του άφησα τις ελπίδες μου και πήρα μαζί μου τις αγωνίες του”.
Οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας νοιάζονται βέβαια για τις γενικότερες εξελίξεις του Πολέμου, ωστόσο η ζωή, η επιβίωση υπό συνθήκες δυσμενείς, τούς απασχολεί όλο και περισσότερο. Διαπιστώναν και αυτοί την έλλειψη των τσιγάρων αυτές τις μέρες και διαβάζουν και αυτοί τα μέτρα που ανακοινώνει το Υπουργείο των Οικονομικών σχετικά: “1) Απαγορεύεται η παρ’ οιουδήποτε κατοχή πλέον των 5 κυτίων σιγαρέττων των 25 γραμμαρίων έκαστον, εξαιρουμένων των πρατηριούχων και καπνοπωλών δια τα σιγαρέττα άτινα κατέχουν προς πώλησιν. 2) Απαγορεύεται η απόκρυψις σιγαρέττων. 3) Απαγορεύεται η πώλησις παρά των λιανοπωλητών πλέον του ενός κυτίου σιγαρέττων των 25 γραμμαρίων καθ’ εκάστην πώλησιν και εις τιμήν ανωτέραν της επί του κυτίου αναγραφομένης. 4) Απαγορεύεται η παρ’ οιουδήποτε μεταφορά σιγαρέττων εξ Αθηνών και Πειραιώς εις τους πέριξ Δήμους και Κοινότητας ως και εις διαφόρους Επαρχίας του Κράτους και τανάπαλιν άνευ ειδικής αδείας της προς τούτο εντεταλμένης Υπηρεσίας, εδρευούσης προσωρινώς εις Αθήνας και επί της οδού Βερανζέρου 15. 5) Εις τους μηνυτάς και τους συντελούντας εις την ανακάλυψιν των ανωτέρω παραβάσεων, είτε δημόσια όργανα είναι ούτοι, είτε ιδιώται, χορηγείται δια συντόμου διαδικασίας ανάλογος αμοιβή” (βλ. εφημερίδα Η Καθημερινή, 24 Ιουνίου 1941, σελ. 2). Πληροφορούνταν πως με αγορανομική διάταξη καθορίστηκαν ανώτερες τιμές πώλησης ξηρού σταφιδόκαρπου τελευταίας εσοδείας στην Αθήνα και τον Πειραιά ως εξής κατ’ οκάν: “Α’) Σταφίς μαύρη τρεχουμένης ποιότητας επί της αμάξης εις σιδηροδρομικούς σταθμούς Αθηνών-Πειραιώς δρχ. 18,80. Χονδρική πώλησις 19,40, λιανική πώλησις 21, 50. Β’) Σταφίς σκιάς 20,80, χονδρική πώλησις 22,40, λιανική πώλησις 23,50 Γ’) Σταφίς πωλουμένη λιανικώς εις τα εν Αθήναις και Πειραιεί πρατήρια του Αυτονόμου Σταφιδικού Οργανισμού απ’ ευθείας παρ’ αυτού τρεχουμένης ποιότητος δρχ. 20, σκιάς δρχ. 21, σκιάς Αιγίου δρχ. 22 Δ’) Σταφίς σουλτανίνα Νο 1 δρχ. 49,50, σταφίς σουλτανίνα Νο 4 36,50 Β’) Σταφίς σουλτανίνα πωλουμένη εις τα πρατήρια Αθηνών-Πειραιώς Αδελφών Μιχαηλίδη απ’ ευθείας παρ’ αυτών Νο 4 δρχ. 20 (βλ. ό.π. σελ. 2). Μάθαιναν ακόμη πως οι τιμές λαχανικών και φρούτων καθορίστηκαν κατ’ οκάν ως ακολούθως: “Αχλάδια κοντούλες και μοσχάτα α’ κατηγορίας δρχ. 52,90, β’ 41,40, αχλάδια ρέβες 43,70, ζαχαράτα 36,80, κοινά διάφορα 21,60, αποστολιάτικα 27,60 – βερύκοκκα τσαουλιά, μπόλια, πλάκες και κουτσουπιές α’ κατηγορίες δρχ. 43,70, β’ 28,80, πλάκες Βόλου 39,10 – κεράσια 46 – ροδάκινα μαγιάτικα Πατρών α’ κατηγορίας 39,10, β’ 24, Βόλου α’ κατηγορίας 50,50 β’ 41,40 – τζάνερα και κορόμηλα 19,20 – δαμάσκηνα 28,80 – πεπόνια Χαλκίδος 19,20 – κολοκύθια Αττικής και Άργους 18,20, άλλων περιφερειών 15,60, χονδρά γενικώς 11,20 – Μελιτζάνες Σύρου 36,40, Άργους 42,90 – Μπάμιες Χαλκίδος 42,90, Μπογιατίου ψιλές 54,60 – Φασόλια χλωρά τσαουλιά και μπαρμπούνια 32,50, μελιτζανιά 29,90, αμπελοφάσουλα 31,20 – ντομάτες Άργους και άλλων περιφερειών 22,10, Καλυβίων Πολυγώνου και Λεχιάς στρογγυλές δια γέμισμα 27,30 – Χορταρικά γενικώς 8,40” (βλ. ό.π. σελ. 2).
Μάθαιναν οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας και όλοι οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας, αλλά τα έβλεπαν; Να τι γράφει στο βιβλίο του Η Αθήνα του ’40 και της Κατοχής για την ίδια χρονική περίοδο ο Γιάννης Καιροφύλας: “[…] η λίρα […] τον Ιούλιο του 1941 φτάνει τις 22.500 δρχ. Πανικός στην Αθήνα. Διαδίδεται ότι θα κοπεί το χαρτονόμισμα. Ο κόσμος τρέχει στις τράπεζες να καταθέσει τα λεφτά του. Νόμιζε ότι έτσι μπορούσε κάτι να γλυτώσει. Η αγορά νεκρώνει. Το εμπόριο ζει τις πιο δύσκολες μέρες του. Τα μαγαζιά αδειάζουν. Δεν βρίσκεις σχεδόν τίποτα. Ουρές για τσιγάρα σ’ όλα τα περίπτερα και τα καπνοπωλεία κάθε μεσημέρι. Δεν υπάρχουν πια πακέτα. Τώρα βγαίνουν οι κούτες μ’ ένα σήμα “Ποιότ”, όπως το έλεγαν, και δίνουν οι καπνοπώλες δέκα τσιγάρα το άτομο. […] Ευτυχώς ότι υπάρχουν τώρα περισσότερα λαχανικά, αλλά κι αυτά είναι πανάκριβα. Οι μελιτζάνες έφτασαν τις 50 δρχ., αλλά σε δυο μέρες οι Αθηναίοι τις βρίσκουν στα μανάβικα 70 δρχ. [κατ’ οκάν]. Τα αχλάδια πωλούνται προς 60 δρχ. Ακριβά είναι και τα καρπούζια. Οι μερίδες στα εστιατόρια γίνονται όχι μόνο πανάκριβες, αλλά και πολύ μικρές” (βλ. σελ. 163-164). Πιο πριν, στη σελ. 162, ο Γιάννης Καιροφύλας γράφει και τούτο: “Το ψωμί έχει φτάσει 50 δρχ., η ζάχαρη 200, ο καφές 600 και δεν τα βρίσκεις. Τα παπούτσια ξεπέρασαν το χιλιάρικο και τώρα οι παπουτσήδες κάνουν χρυσές δουλειές, γιατί βάζουν την μια σόλα πάνω στην άλλη και ακόμη τις περίφημες φόλες, ένα στρογγυλό δηλαδή κομμάτι σολόδερμα πάνω στην τρύπα της σόλας για οικονομία. Βάζουν επίσης πέταλα μπρος πίσω […]”. Έναν τέτοιο παπουτσή, τον Σωκράτη, είχαμε στην οδό Τυάννων, όταν μέναμε στον αριθμό 23, κι αργότερα στην οδό Α [Ανθέων], πάντα στη Νέα Φιλαδέλφεια τα χρόνια του εμφυλίου.
Προσθέτω σε όλα τα παραπάνω δυο ακόμη πράγματα: Πρώτον, δεν μπορούσε κάποιος να φάει σε εστιατόριο ή να νοσηλευτεί σε Νοσοκομείο χωρίς να προσκομίσει το δελτίο άρτου του – και δεύτερον, ότι ο Ιωάννης Α. Γεωργάκης, Υφηγητής του Ποινικού Δικαίου του Πανεπιστημίου της Λειψίας δεχόταν Δημοκρίτου στην Αθήνα, τηλ. 31274 (ας συγκρατήσει ο αναγνώστης αυτό το όνομα, θα το συναντήσουμε ξανά παρακάτω).
(Ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου