Ο διεθνούς φήμης ιστορικός και δημοσιογράφος Δ. Καλαποθάκης, φθάνοντας στην Αίγυπτο εξ Ελλάδος το καλοκαίρι του 1941, χαρακτήρισε τη θέση του Ελληνικού πληθυσμού υπό Ιταλικήν Κατοχήν με τη φράση “Οι Έλληνες βρίσκονται εκτός νόμου”: “Εκτός των πιεστικών μέτρων, τα οποία λαμβάνουν εις βάρος του Ελληνικού πληθυσμού αι επίσημοι Ιταλικαί Αρχαί της Κατοχής, οι Έλληνες υφίστανται και την καταδυνάστευσιν και τας διώξεις κάθε Ιταλού κατέχοντος κάποιον αξίωμα, ο οποίος είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου των κατοίκων και οργιάζει εις βάρος των, χωρίς να δίδη εις κανένα λογαριασμόν. Ο Ελληνικός λαός των επτά εκατομμυρίων, εξηκολούθησεν ο κ. Καλαποθάκης, υφίσταται απηνή διωγμόν, άοπλος και ανυπεράσπιστος και χωρίς να υπάρχη κανείς, ο οποίος να ενδιαφερθή υπέρ αυτού και να τον προστατεύση, και ο διωγμός αυτός συντελείται με προδιαγεγραμμένον σύστημα και ανήκουστον απανθρωπίαν […]. Η ακατάπαυστος σχεδόν έκδοσις διαταγμάτων και νόμων, οι οποίοι διέπουν πάσαν φάσιν της ζωής, […] είναι σταγών εν τω ωκεανώ ηθικών βασάνων και της ανθρωπίνης ταπεινώσεως. Οι Ιταλοί θα θεσπίσουν πολύ συντόμως έν ευρύ πρόγραμμα κοινωνικής και πολιτικής εξετάσεως […] εκάστου Έλληνος, διά να δύνανται αναλόγως να προβαίνουν εις αντίποινα ή να παρέχουν προνόμια εις αυτόν. Έχουν ένα σύστημα ρουσφετολογίας μεταξύ των Ελλήνων, διά της εκλογής ολίγων εξ αυτών και διά της παροχής εις αυτούς εξουσίας […]”.
Όσα παραπάνω καταχώρησα, άντλησα από τις πρωτοσέλιδες “Ελληνικές Ειδήσεις” της εφημερίδας Πατρίς, εφημερίδας της Νοτίου Αμερικής, που έβγαινε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής (βλ. φύλλο της 16ης Αυγούστου 1941).
Στις “Ελληνικές Ειδήσεις του ίδιου φύλλου, έχουν σημειωθεί και τα ακόλουθα: “Η μεταρρύθμισις του εκπαιδευτικού συστήματος της Ελλάδος υπό τον Φασιστικόν ζυγόν ήρχισεν ήδη και συντελείται βαθμιαίως. Κατά τας πρώτας ημέρας της Γερμανικής Κατοχής, αι καταβληθείσαι υπό του Ναζισμού εσπευσμέναι προσπάθειαι δεν απέδωσαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, της καλλιεργείας δηλαδή των φιλογερμανικών αισθημάτων εις την οποίαν απέβλεπον. Οι Ιταλοί τώρα χρησιμοποιούν μεθοδικώτερα και πρακτικώτερα μέσα ίνα κερδίσουν τας συμπαθείας της Ελληνικής νεολαίας και εμφυσήσουν εις την ψυχήν της το δηλητήριον του Φασισμού της Ρώμης, αρχίζοντας από τα σχολεία Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως […]. Κατά τας βεβαιώσεις Έλληνος διδασκάλου, ο οποίος κατέφυγεν [στο Κάιρο της Αιγύπτου, απ’ όπου και η ανταπόκριση της Πατρίδος] μέσω Τουρκίας, ελάχιστα αναγνωστικά βιβλία χρησιμοποιούνται εις τας παραδόσεις, προκειμένου κατά το προσεχές σχολικόν έτος να εισαχθούν νέα εντελώς μεταρρυθμισμένα και αναθεωρημένα διδακτικά βιβλία […]. Εις τα Δημοτικά Σχολεία χρησιμοποιούνται κινηματογραφικαί ταινίαι, χρωματισταί εικόνες και χάρται και φωνογραφικοί δίσκοι με μουσικήν εξαίρουσαν τον Άξονα. Εις τους μαθητάς επιδεικνύουν εικόνες Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών, αίτινες εμφανίζονται μαζί με παιδία των υπό του Άξονος κατεχομένων χωρών, όπως της Γαλλίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου, της Νορβηγίας κλπ. Η εικών του Μουσολίνι επιδεικνύεται καθημερινά εις τα Ελληνικά Σχολεία εις διαφόρους στάσεις και περιστοιχιζομένου πάντοτε από αφοσιωμένους και ευχαριστημένους οπαδούς. Ο Πόλεμος εξηγείται εις τα παιδία των κατωτέρων τάξεων ως αποτέλεσμα των ενεργειών των Ελλήνων και Εβραίων διεθνών τραπεζιτών, οι οποίοι ήθελον να κάμουν πολλά χρήματα. […] Η Ιταλική φιλολογία και μουσική χρησιμοποιούνται καθημερινώς εις όλον το εκπαιδευτικόν σύστημα. Εφαρμόζεται μέθοδος διά της οποίας τα παιδιά να δεικνύουν ιδιαιτέραν προτίμησιν προς κάθε τι Ιταλικόν. Επιδεικνύονται σκηναί Ιταλικών κατορθωμάτων και κινηματογραφικαί ταινίαι όπου φαίνεται δράσις του Ιταλικού Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας. Τα θεάματα αυτά παρέχονται δωρεάν”.
Στις “Ελληνικές Ειδήσεις” της εφημερίδας Πατρίς του Μπουένος Άιρες στις 16 Αυγούστου 1941, γίνεται λόγος και για βομβαρδισμό υπό της Βρεταννικής Αεροπορίας Γερμανικών και Ιταλικών εγκαταστάσεων εις την περιοχήν Αθηνών και την Κρήτη στις 8 Ιουλίου 1941, όπου μεταξύ άλλων σημειώνονται τα εξής, προερχόμενα από ανταπόκριση εκ Καΐρου της Αιγύπτου: “Από πληροφορίες, αίτινες ελήφθησαν εδώ μέσω Τουρκίας και Ελβετίας, διεπιστώθη η έκτασις των καταστροφών αίτινες επροξενήθησαν κυρίως εις αποθήκας πυρομαχικών, σιδηροδρομικά κέντρα και λιμενικές εγκαταστάσεις του Πειραιώς, και όπου οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κάμνουν τακτικάς φορτώσεις δια τας χώρας των. Με καταπληκτικήν ακρίβειαν αι βόμβαι έπληξαν το εν Αθήναις Ιταλικόν Στραταρχείον, καθώς και τον εκεί ραδιοφωνικόν σταθμόν, η λειτουργία του οποίου διεκόπη αποτόμως και άνευ άλλης εξηγήσεως και επανελήφθη μόνον μετά παρέλευσιν ενός εικοσιτετραώρου. Οι Βρεταννοί αεροπόροι, εις τους οποίους επετράπησαν ανακοινώσεις εις τους εκπροσώπους του τύπου, εβεβαίωσαν ότι τα αεροπλάνα των ενεφανίσθησαν εις τον Αθηναϊκόν ορίζοντα εν καιρώ ημέρας και υπό καταγάλανον ουρανόν […] ανήλθον μέχρι ύψους οκτώ χιλιάδων ποδών και κατόπιν κατήλθον εις ύψος τριών χιλιάδων ποδών, από όπου εκσφενδόνισαν τας βόμβας των με μεγάλην προσοχήν διά να μην βλάψουν ιστορικά και αρχαιολογικά μνημεία, συμφώνως με τας οδηγίας των εν Αιγύπτω Ελλήνων αξιωματικών και με προσπάθειαν όπως επιφέρουν όσον το δυνατόν μεγαλυτέρας ζημίας εις τον εχθρόν, με όσον το δυνατόν μικρότερον κίνδυνον του πληθυσμού και των κτιρίων. […] Οι Βρεταννοί πιλότοι εβεβαίωσαν ότι η εμφάνισις των αεροπλάνων των δεν επροκάλεσεν καμμίαν σύγχυσιν ή τρομοκράτησιν των κατοίκων, εκατοντάδες εκ των οποίων παρηκολούθουν το θέαμα από τους δρόμους, απτόητοι και παρά τας καυστικάς ηλιακάς ακτίνας”.
Η εφημερίδα Πατρίς, στο παραπάνω σημειωθέν φύλλο της, κάνει λόγο και για εκδήλωση στο Σάντος της Βραζιλίας στις 21 Ιουνίου 1941 υπέρ του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, η οποία απέδωσε 1158,70 δολάρια “εις την ενταύθα Κεντρικήν Επιτροπήν Εράνου”.
Μετά απ’ αυτές τις ματιές “απ’ έξω” της πορείας των Ελληνικών πραγμάτων από Έλληνες μα και ξένους, ας εστιάσουμε σε ματιές “εκ των έσω”.
Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, που ενθρονίστηκε στις 6 Ιουλίου 1941
1, “έβλεπε μπροστά του τον επερχόμενο χειμώνα και τρόμαζε”, σημειώνει στο βιβλίο του Η Αθήνα του ‘40 και της Κατοχής ο Γιάννης Καιροφύλας (βλ. σελ. 164). “Ζήτησε, λοιπόν, από τον πρωθυπουργό Τσολάκογλου να δώσει τη δυνατότητα στην Εκκλησία να διαπραγματευθεί δύο συμβάσεις για την προμήθεια σταριού, που είχαν μείνει ανεκτέλεστες από την παλιά κυβέρνηση. Η μια αφορούσε προμήθεια 370.000 τόνων από την Αυστραλία κι η άλλη τρόφιμα από την Τουρκία αξίας 600.000 λιρών. Έγιναν πολλές συζητήσεις και με τις Αρχές Κατοχής […]. Αλλά δεν προχώρησε καμμιά ενέργεια. Τον Ιούλιο μάλιστα του 1941, ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Ήντεν, προς τον οποίον έγιναν διαβήματα, δήλωνε ότι δεν μπορούσε να αρθεί ο αποκλεισμός της Ελλάδας…” (βλ. σελ. 164-165).
“Κολοκύθια, μελιτζάνες, αγγινάρες, παντζάρια, αντίδια και ραδίκια εχρησιμοποιούνται καθ’ όλην την διάρκειαν της θερινής περιόδου ως η μοναδική τροφή του πληθυσμού των πόλεων”, σημείωνε για το καλοκαίρι του 1941 επίσημη έκθεση, και συνέχιζε: “Ο υπολογισμός αυτής της τροφής μόλις φθάνει τας 1.200 θερμίδας, έναντι των απαραιτήτων εις τον οργανισμόν 3.000 περίπου. Ο τύπος αυτός διετηρήθη σταθερός με προϊούσαν τάσιν έτι μεγαλυτέρας μειώσεως εις τα μεγάλα αστικά κέντρα. Τα ελάχιστα λειτουργούντα συσσίτια καθόριζαν την κατ’ άτομον μερίδα ημερησίως με τας εξής αναλογίας: κολοκύθια 100 δράμια, ντομάτα 3 δράμια, κρόμμυα 8 δράμια. Η μερίδα αυτή αντιπροσωπεύει περίπου 290 θερμίδας […]” (βλ. Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, Εκδόσεις “Αυλός” 1979, Τόμος πρώτος, σελ. 304-305).
“Πώς εξασφάλιζαν τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματική κατανάλωση και το προσφερόμενο συσσίτιο οι εργάτες, οι υπάλληλοι, οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες, οι συνταξιούχοι για τους ίδιους και τις οικογένειές τους;”, θέτει το ερώτημα η Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945 και απαντά: “Απλούστατα με το να ξεπουλάνε ό,τι βρισκόταν στο σπίτι τους. Για ένα καρβέλι ψωμί, για λίγο σιτάρι ή καλαμπόκι, για λίγα όσπρια ή λάδι ξεπούλησαν έπιπλα, χαλιά, σκεύη, ρουχισμό, κουβέρτες, φορέματα, προίκες κοριτσιών τους, χρυσαφικά, δαχτυλίδια, ακόμη και τις βέρες τους, ρολόγια και πολλοί τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους, ό,τι είχαν” (βλ. σελ. 301-302).
(Ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου
- Αρχιεπίσκοπος ήταν ο εκ Τραπεζούντος Χρύσανθος, ο οποίος το 1938 διαδέχθηκε τον εκ Μαδύτου της Θράκης Χρυσόστομο Α’, κάτοικο της Νέας Φιλαδέλφειας (οδός Χάλκης και 40 Εκκλησιών), μετά τον θάνατό του – παρά το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης Κορινθίας Δαμασκηνός είχε πλειοψηφήσει· το γεγονός οφειλόταν σε παρέμβαση της κυβέρνησης Μεταξά η οποία περιόρισε τον Δαμασκηνό υπό φρούρηση στο μοναστήρι της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα.
Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση, ενοχλημένη από το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος δεν δέχτηκε να την ορκίσει, ενήργησε προς ανάδειξη του Δαμασκηνού στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο – αναφέρονται στο γεγονός τόσο ο Γιάννης Καιροφύλας στο βιβλίο του Η Αθήνα του ‘40 και της Κατοχής (σελ. 157-159), όσο και ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης στο έργο του Ιστορία της Σύγχρονης ελλάδας 1941-1974, ειδική έκδοση για την “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία”, 2011, τόμος 1, σελ. 123-124 (πρώτη έκδοση Κ. Καπόπουλος 1973). Αναλυτικότερα και επικαιρικά αναφερόταν στα σχετικά η εφημερίδα Πρωϊνός Τύπος της Κυριακής 6 Ιουλίου 1941, όπου δημοσιευόταν και έκθεσις του επί των Θρησκευμάτων και της Εθνικής Παιδείας υπουργού Κ. Λογοθετόπουλου (βλ. σελ. 1 και 2).
Στην εφημερίδα Πρωϊνός Τύπος έχει σημειωθεί: “Καθ’ ην ώραν θα διεξάγεται εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν η τελετή της ενθρονίσεως, οι κώδωνες όλων των εκκλησιών θα ηχούν χαρμοσύνως” (βλ. σελ. 1). Για το ίδιο θέμα, ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης σημειώνει: “Το απόγευμα της Κυριακής 6 Ιουλίου, οι καμπάνες των εκκλησιών όλης της Αθήνας ανήγγειλαν ότι ο νέος Αρχιεπίσκοπος είχε ενθρονιστεί” (σελ. 123-124) – και συμπληρώνω το αυτό για τις καμπάνες της Παναγίτσας και του Αη Γιάννη, των δυο εκκλησιών της Νέας Φιλαδέλφειας.
Για την πληρότητα της αναφοράς μου στο ζήτημα, οφείλω θαρρώ να σημειώσω πως επιτροπή βιομηχάνων αποτελούμενη από τους Συμεών Σινιόσογλου, Θωμά Λαναρά και Στέργιο Τεγόπουλο, έπισκέφτηκαν στις 28 Μαΐου 1941 τον πρωθυπουργό Τσολάκογλου και του επέστησαν “την προσοχήν να μην δημιουργήση ζήτημα εκκλησιαστικόν και ταράξη την Εκκλησίαν, της οποίας η τάξις και η δύναμις είναι απαραίτητος κατά τους χαλεπούς τούτους καιρούς”. Η απάντηση που πήραν ήταν ότι “τον Αρχιεπίσκοπον Χρύσανθον δεν τον θέλουν οι Γερμανοί και διά τούτο είμαι υποχρεωμένος να τον παύσω” (βλ. Κώστας Χαλέμος, Ο Ταύρος του Μάντσεστερ. Κλωστοϋφαντουργία “Μουταλάσκη”, 2020, Μέρος πρώτο, σελ. 143-144, με παραπομπή στο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα Τα ένοχα μυστικά της Κατοχής, Εκδόσεις Historia 2015).
Σημείωσα τα παραπάνω όχι μόνο για την πληρότητα της αναφοράς μου στο ζήτημα, αλλά και διότι ο βιομήχανος Σέργιος Τεγόπουλος δραστηριοποιούνταν στον Μικρασιατοπροσφυγικό Συνοικισμό της Νέας Φιλαδέλφειας, ο βιομήχανος Συμεών Σινιόσογλου δραστηριοποιούνταν στον γειτονικό Συνοικισμό της Νέας Ιωνίας, ενώ ο Θωμάς Λαναράς στο Περιστέρι, όπου κατοικούσε με τη γιαγιά της η Μικρασιατοπροσφυγοπούλα Μαρία Γιαννακαρώνη, που εργαζόταν στον Λαναρά και μετείχε διεκδικητικής κινητοποιήσεως των εργαζομένων του ως μέλος επιτροπής που παρουσιάστηκε ενώπιον της εργοδοσίας, συλληφθείσα δε για τούτο φυλακίσθηκε στις Φυλακές Χατζηκώστα, όπου και την υποδέχτηκε η παλαιά αγωνίστρια Βασιλεία Παπαρήγα – η Μαρία Γιαννακαρώνη υπήρξε η μητέρα μου, έχοντας παντρευτεί τον Αύγουστο του 1942 τον πατέρα μου Παντελή Παντελόγλου.