Στις ειδήσεις με λίγες γραμμές της εφημερίδας Η Βραδυνή στις 29 Απριλίου 1941, οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας και εκείνοι της Νέας Φιλαδέλφειας διάβαζαν ότι “Ο Ερυθρός Σταυρός συνεχίζει κανονικώς τας εργασίας του υπέρ των τραυματιών μας. Αι αδελφαί νοσοκόμοι ουδ’ επί στιγμή εγκατέλειψαν την υπηρεσίαν των. Το ίδιο όλοι οι Οργανισμοί και όλαι αι Υπηρεσίαι συνεχίζουν τας εργασίας των δια τους τραυματίας και τα εν γένει θύματα του Πολέμου” – ενώ από τα σχόλια της ημέρας εντύπωση τούς προκάλεσε το ακόλουθο σχόλιο: “Επιτακτικό καθήκον των Ελληνικών Στρατιωτικών Αρχών και Αγορανομίας είναι να λάβουν, επειγόντως μάλιστα, πρόνοιαν δια τους εκ Κρήτης στρατιώτας, οι οποίοι απολυόμενοι δεν δύνανται να επιστρέψουν εις τας εστίας των. Όλος αυτός ο κόσμος που ήλθεν από την άλλην άκρην της Ελλάδος και επροκάλεσε με την ανδρείαν του τον θαυμασμόν και αυτών των πρώην αντιπάλων μας, δεν επιτρέπεται να μείνει εκτεθειμένος στους δρόμους των Αθηνών. Πρέπει τάχιστα να εξευρεθή τόπος στρατωνισμού και να εξευρεθή ένα συσσίτιον διά να μην πεθάνουν από την πείναν. Αλλά το ταχύτερον”.
Μία τοποθέτηση αρχής της εφημερίδας Η Πρωία της 9ης Μαΐου 1941 έτυχε του ενδιαφέροντός τους· είχε διατυπωθεί στο κύριο άρθρο της ως εξής: “Η πατρίς εκάλεσε τα τέκνα της εις ένα μεγάλον αγώνα. Και το Κράτος, το οποίον την εκπροσωπεί έχει την υποχρέωσιν να μεριμνήση δια τας οικογενείας των πεσόντων, διά τους τραυματίας, διά τους αναπήρους. Αυτή η αντίληψις αποτελεί την ηθικήν βάσιν επί της οποίας πρέπει να στηριχθή κάθε σχετική μέριμνα και ενέργεια. […] Η κυβέρνησις είναι εις θέσιν να κρίνη τι είναι δυνατόν να διατεθή προς τον σκοπόν τούτον εκ των κρατικών πόρων. […] Ίσως προσαπαιτηθή η συμπλήρωσίς του διά της επιβολής μέτρων, τα οποία η κυβέρνησις ήθελε κρίνει αναγκαία και αποδοτικά και ήθελε καθορίσει νομοθετικώς. Είναι προφανές ότι όλα ταύτα παρίσταται ανάγκη να ρυθμισθούν συντόμως. […] η ταχεία επιτέλεσις αυτού του καθήκοντος, καθισταμένη γνωστή διά τακτικών δημοσίων ανακοινώσεων θα παρείχεν εις το Έθνος την βαθείαν ικανοποίησιν ενός ιερού καθήκοντος”.
Μια σοβαρή εξέλιξη ήταν η δέσμευση του ελαιολάδου. Με αγορανομική διάταξη δεσμεύτηκαν όλες οι ποσότητες που βρίσκονταν εις χείρας εμπόρων, βιομηχάνων ή εξαγωγέων και στις αποθήκες τους ή στις Γενικές Αποθήκες, αποθήκες τραπεζών κλπ. Κάθε κάτοχος ελαιολάδου έπρεπε σε δύο μέρες να δηλώσει στην Αγορανομία την ποσότητά που κατείχε και την ποιότητά του (βλ. Η Πρωΐα, 9 Μαΐου 1941, σελ. 2).
Στις 8 Μαΐου 1941 πραγματοποιήθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος σύσκεψη για τον επισιτισμό. Πήραν μέρος από Ελληνικής πλευράς ο Υπουργός Επισιτισμού Πολύζος, ο Υπουργός Συγκοινωνιών Μουτούσης και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Πλάτων Χατζημιχάλης, καθώς και ανώτεροι υπάλληλοι και ειδικοί, ενώ από Γερμανικής περί τους δέκα Γερμανοί αξιωματικοί, εντεταλμένοι για τα επισιτιστικά ζητήματα και τα ζητήματα των μεταφορών. Ο Υπουργός Επισιτισμού μετά τη σύσκεψη ανακοίνωσε και ότι “η κυβέρνησις θα είναι εις θέσιν να προβή αμέσως εις διανομήν μερικών τροφίμων, ως επί παραδείγματι οσπρίων, ορύζης, ελαίου και ζαχάρεως”.
Στις 15 Μαΐου 1941, ο Υπουργός Επισιτισμού μίλησε από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών: “Εις τον επισιτισμόν του τόπου, είπε, θα τεθή μία σειρά προτιμήσεως, και η σειρά αυτή δέον να είναι η εξής: πρώτον, τα βρέφη και τα παιδιά, δεύτερον, οι ασθενείς, τρίτον οι επανερχόμενοι εκ του Μετώπου πολεμισταί και τέταρτον, ο λοιπός πληθυσμός”.
Η εφημερίδα Εστία, λαβούσα αφορμήν από τα παραπάνω του Υπουργού Επισιτισμού, στο κύριο άρθρο της της 16ης Μαΐου 1941, συν τοις άλλοις, σημείωσε και τα ακόλουθα: “Το ξεύρομεν όλοι καλά, ότι είμεθα μία χώρα με τους περισσότερους φυματικούς από κάθε άλλην. Τον λόγον ίσως να μην τον επροσέξαμεν βαθύτερον, διότι συνηθίζομεν να εξετάζωμεν τα επιφανειακά αίτια και όχι τα πραγματικά στοιχεία. Αν όμως ανετρέχομεν εις την ουσίαν και εβλέπομεν τον μέσον όριον ηλικάς των φυματικών και τους τόπους καταγωγής των, θα διαπιστώναμεν ότι οι περισσότεροι φυματικοί είναι από τα παιδάκια που έζησαν τον κατακλυσμόν του παλαιού Παγκοσμίου Πολέμου και από τας περιοχάς εκείνας της Ελλάδος που υπεβλήθησαν εις τον πεντάμηνον αποκλεισμόν του 1916, οπότε η εξεύρεσις ολίγου χαρουπιού απετέλει εύνοιαν της τύχης και πανδαισίαν η καταβρόχθισίς του. Θα έπρεπε να προσθέσωμεν εις τους παλαιούς αυτούς φυματικούς, αδενοπαθείς, αναιμικούς και υπονομευμένους υγειώς ανθρώπους, μερικάς ακόμη δεκάδας χιλιάδων; Το Κράτος, δια του στόματος του Υπουργού, εβροντοφώνσεν όχι και καθώρισε την ορθήν τακτική”. Στο ίδιο άρθρο η Εστία προτρέπει να περιορίσουν οι μεγάλοι τις σε τροφή ανάγκες τους “διά να έχουν τα Ελληνόπουλα γάλα, ψωμί, τυρί, βούτυρο, κρέας εις επαρκείς και θρεπτικάς ποσότητας”.
Στις 26 Μαΐου 1941, με απόφαση του Υπουργού Επισιτισμού εκδόθηκε δελτίο τιμών χονδρικής και λιανικής πωλήσεως κρεάτων ως εξής: “Κρέας αμνού γάλακτος κατ’ οκάν χονδρικώς δρχ. 74, λιανικώς 80. Κρέας αμνού περυσινού κατ’ οκάν χονδρικώς δρχ. 56, λιανικώς 60. Κρέας ζυγουρίου κατ’ οκάν χονδρικώς δρχ. 52, λιανικώς 60. Κρέας κριαριού χονδρικώς κατ’ οκάν δρχ. 45 λιανικώς 52. Κρέας τράγου χονδρικώς κατ’ οκάν δρχ. 52. Κρέας αιγός χονδρικώς κατ’ οκάν δρχ. 38 λιανικώς 44. Κρέας βοείου Ρουμανίας-Βουλγαρίας-Σερβίας-Τουρκίας χονδρικώς κατ’ οκάν δρχ. 54, λιανκώς 60. Κρέας μόσχου ομοίως χονδρικώς κατ’ οκάνω δρχ. 60 λιανικώς 66. Κρέας μόσχου γάλακτος κατ’ οκάν χονδρικώς δρχ. 74, λιανικώς 80” (βλ. Ακρόπολις, Τρίτη 27 Μαΐου 1941, σελ. 2).
Αυτά της διατιμήσεως των κρεάτων πόση σχέση είχαν με τη ζωή των κατοίκων της Πρωτεύουσας και της Νέας Φιλαδέλφειας; Είναι θαρρώ αποκαλυπτικά όσα σχετικά σημειώνονταν στο κύριο άρθρο της Ακροπόλεως την ίδια μέρα με αφορμή κάποιες δηλώσεις του αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως Τσολάκογλου, του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Λογοθετόπουλου, που κάποια στιγμή διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία τον στρατηγό Τσολάκογλου. Έγραφε η Ακρόπολις στο κύριο άρθρο της, μεταξύ άλλων και τα παρακάτω: “Ο κ. Λογοθετόπουλος δεν εμάσησεν τα λόγια του. Παρουσίασεν την κατάστασιν οποία ακριβώς είναι. Ωμίλησε σαφώς διά την πείναν, που υποσκάπτει την υγείαν και την πνευματικήν και ηθικήν ισορροπίαν του Ελληνικού συνόλου. Άραγε, οι πλούσιοί μας, δεν έχουν ακούσει περί αυτής; Όταν αγοράζουν κρέας προς 150 και 200 δραχμάς και ψάρια προς 250 και 300 δραχμάς, δεν έχουν ακούσει ότι η λαϊκή εργατική οικογένεια δυσκόλως κατορθώνει να εξοικονομήσει μίαν μαρίδαν ή λίγο τυρί φέτα; Και ότι για να προμηθευθή τα λιγοστά είδη της ημέρας, αναγκάζεται να απασχολή εις πολυώρους αναζητήσεις, ουράς, ανιχνεύσεις τα περισσότερα μέλη της – τα οποία άλλοτε ειργάζοντο εδώ και εκεί και έβγαζαν λίγα χρήματα, είτε από μίαν μπουγάδαν, είτε εις το μοδιστράδικο, είτε αλλού. […] Δεν ημπορεί δε να συνυπάρξη επί μακρόν εις την ιδίαν γην εγωιστικός πλούτος, παχυνόμενος και απολαμβάνων, με την δραματικής δυστυχίαν την οποίαν περιγράφει ο αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως. Επρόσεξαν οι πλούσιοί μας το βλέμμα πολυαρίθμων διαβατών, που περιφέρονται στους δρόμους με χλωμά πρόσωπα και τριμμένα ρούχα; Ας το προσέξουν. […] Είναι η περίστασις να δείξουν ότι είναι ικανοί προς εθνικήν και κοινωνικήν έξαρσιν – συγχρόνως δε προς πρακτικήν του αληθινού προσωπικού των συμφέροντος. Εκείνος που γνωρίζει να θυσιάζη εγκαίρως ένα μέρος, σώζει αύριον το σύνολον”.
(Ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου