Πώς έβλεπε ωστόσο το ίδιο ζήτημα, ζήτημα σημασίας που συγκλόνιζε τις συνειδήσεις τότε ιδιαίτερα (πάντα ήταν θέμα φυσικά), ο Κωνσταντινουπολίτης Παύλος Παλαιολόγος, έμπειρος της ζωής και της δημοσιογραφίας, που είχε κάνει και πολεμικός ανταποκριτής στον Πόλεμο του 1940-1941 και το χρονογράφημά του στο Ελεύθερον Βήμα είχε πολλούς και σταθερούς αναγνώστες κατοίκους του Μικρασιατοπροσφυγικού Συνοικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας ακόμη ως και στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών; Να τι έγραφε σχετικά στο χρονογράφημά του με τίτλο “Φτωχοί και πλούσιοι”: “Η φτώχεια […] δέχεται φυσικά με ανακούφισι την υπόδειξι που έγινε από αυτή την στήλη για την αναγκαστική εισφορά των παχύδερμων πλουσίων, αρνείται όμως να συμφωνήση με μια παρατήρησι που πρόσθετα, ότι ο φτωχός που διχοτομεί σήμερα υπέρ του συνόλου το μοναδικό του κατοστάρικο, μόλις ευνοηθή από την τύχη κι αποκτήση χρηματοκιβώτιο, μαζί μ’ αυτό αποκτά και την σκληρότητα του κεφαλαίου. “Πώς το λέτε αυτό;”, διαμαρτύρεται ο Φτωχός Αναγνώστης. Ένας που έχει ευαίσθητη καρδιά, είτε στις τάξεις των φτωχών, είτε στις τάξεις των πλουσίων ανήκει, πάντα ο ίδιος είναι. Ο ίδιος έπρεπε να είναι. Αλλά η λογική δεν συμβιβάζεται πάντα με τα πορίσματα της πείρας”. Διηγείται ακολούθως ο Παύλος Παλαιολόγος μια σύντομη ιστορία και συνεχίζει: “Θέλω να σας πω ότι είμαστε όλοι γενναιόδωροι όταν τάχουμε λίγα, διπλοκλειδώνουμε το ταμείο μας μόλις αποκτήση περιεχόμενο. Θα το διαπιστώση από την προσωπική του πείρα ο καθένας μας. Πόσοι “σύντροφοι”, πόσοι αριστερίζοντες διανοούμενοι που μας τάραξαν με τις “αχτίδες” και τις “φράξιές” τους, και μας περιφρονούσαν ως καθυστερημένους γιατί δεν βαδίζαμε μαζί τους “ενάντια στην μπουρζουαζία”, μόλις τους ήρθαν ευνοϊκά τα πράγματα και είτε έπιασαν καμμιά δεκάρα, είτε πέτυχαν διορισμό, είτε – συνέβη κι αυτό – υπουργοποιήθηκαν, από μονοσάνδαλοι που κυκλοφορούσαν φρακοφορέθηκαν, αντικατέστησαν το τραμ με λιμουζίνα, ώρισαν στιγμές ακροάσεως κατά τις οποίες μάς παρέπεμπαν στους ιδιαιτέρους των για να μας ακροασθούν, και πάλι μάς περιφρονούσαν γιατί εμείς χωρίς να κραδαίνουμε την κόκκινη σημαία μείναμε εν τούτοις – έτσι τόφερε η κατάρα – στην φτώχεια μας ενώ εκείνοι από διαφημισταί του ερυθρού παραδείσου τα κατάφεραν να παραδώσουν την κόκκινη σημαία στην καμαριέρα με το λευκό μπινέ για να ξεσκονίζει το πιάνο της συζύγου των. Να γιατί έγραφα προχθές ότι δεν κατηγορώ τους πλουσίους για την απροθυμία των. Είναι, φαίνεται, στην φύσι του ανθρώπου όταν πλουτίζει να σκληραίνεται. Το κεφάλαιο ούτε πατρίδα έχει, ούτε ανθρωπισμό. Όσα θέλετε πήτε του. Προσποιείται ότι συγκινείται, ρίχνει κανένα κόκκαλο για τ αμάτια και πάλι αμπαρώνει την κάσα του. Δεν υπάρχει παρά ένας μόνο τρόπος εξαναγκασμού σε υποχώρησι. Η κρατική επέμβασις. Κι αυτήν περιμένει η κοινωνία των φτωχών ανθρώπων” (βλ. Ελεύθερον Βήμα, 29 Μαΐου 1941, σελ. 1).
Ο Κωνσταντινουπολίτης δημοσιογράφος Παύλος Παλαιολόγος την 1η Μαΐου 1941, λίγες μέρες αφότου είχαν μπει οι Γερμανοί στην αθήνα, κάνοντας καλά και άγια μάς είχε δώσει το πορτρέτο του Κώστα Σπανούδη, που ως πρώτος Πρόεδρος της ΑΕΚ είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με τη Νέα Φιλαδέλφεια – άλλωστε συνδεόταν τόσο με τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο ΣΤ’ όσο και με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο Α’ εκ Μαδύτου της Θράκης, που κατοίκησαν στη Νέα Φιλαδέλφεια, συνεργάτης του Ελευθέριου Βενιζέλου στην πολιτική του δράση. Ο Κώστας Σπανούδης πέθανε λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα (λέγεται μάλιστα πως είπε “αυτό δεν θα αντέξω να το δω”) και ο Παύλος Παλαιολόγος έγραψε στο Ελεύθερον Βήμα τα ακόλουθα: “Το Βυζάντιο ζωντάνεψε χθες το πρωί κάτω από την ξύλινη στέγη του Αγίου Αντωνίου, μιας μικρής εκκλησούλας έξω από το Δεύτερο Νεκροταφείο. Η Πόλη εκήδευε τον Σπανούδη της. Παιδί δικό της, γέννημα κι’ ανάθρεμμά της, καθαρόαιμος Φαναριώτης, ποτισμένος από τις παραδόσεις, γεμάτος από τις λαχτάρες που εφούσκωναν τα στήθη των Ελλήνων. Παληοί άρχοντες του Βυζαντίου, άνθρωποι των γραμμάτων, της επιστήμης, της πολιτικής, του εμπορίου, ονόματα λησμονημένα αλλά πάντα σεβαστά, ο κόσμος που αποτελούσε την αριστοκρατία της Κωνσταντινουπόλεως, υποκλίθηκε μπροστά στο φέρετρο του νεκρού. Οφειλόμενος φόρος τιμής στον αγωνιστή που λευκάνθηκε στην υπηρεσία των ιδανικών του. Ειλικρινής εκδήλωσις σεβασμού και αγάπης προς τον δημοσιογράφο που υπήρξε ένα από τα πιο ζωντανά και τα πιο προοδευτικά στοιχεία μέσα σε μια κοινωνία εξαιρετικά μετρημένη και συντηρητική, περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε μετρημένη και συντηρητική. Η Πρόοδος, όπως ωνόμασε την εφημερίδα του, δεν ήταν ένας τίτλος χωρίς περιεχόμενο. Ήταν πραγματική πρόοδος στην δημοσιογραφική και πνευματική κίνησι της Πόλης. Ο βυζαντινισμός εμάραινε τις εφημερίδες της. Γλώσσα, σχήμα, νοοτροπία, όλα απέπνεαν (σχολαστικισμό).
Ο Σπανούδης έγινε ο ανατροπεύς. Έδωσε τον τύπο της μοντέρνας εφημερίδος, ετάραξε τα νερά, εδημιούργησε ρεπορτάζ, έκαμε έρευνες, ωργάνωσε αποστολές, ανεκίνησε ζητήματα, ετσάκισε την ακαμψία της καθαρεύουσας σε μια εποχή που αποτελούσε σκάνδαλο και η παραμικρότατη απομάκρυνσις από τα κείμενά της. Ζωντανό όργανο του λαού έγινε η εφημερίδα του. Από την πολεμίστρα εκείνη επάλαισε όσο του το επέτρεψε η τραγική μοίρα του Γένους. Η πνοή της Προόδου του έσβυσε με την Μικρασιατική Καταστροφή. Στην Ελλάδα αναζήτησε καταφύγιο και ο Σπανούδης. Πρόσφυγας κι’ αυτός, […] πάντα ζωηρός με τις ανησυχίες, με τους ενθουσιασμούς, με την πίστι του, με τα ιδανικά του. […] Γύρω στον νεκρό μαζευτήκαν χθες οι Κωνσταντινουπολίτες και προπέμποντας τον Σπανούδη σαν ένα από τους τελευταίους εκπροσώπους του Βυζαντίου, θυμήθηκαν τα περασμένα τους, τις σκιές των πατέρων τους και όλοι τους δακρυσμένοι εκάλυψαν με άνθη της Αττικής γης τον κύριο, τον αγωνιστή, τον οικογενειάρχη, το διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, τον άνθρωπο που φεύγει με το παράπονο ότι δεν επρόλαβε να χαιρετίσει την ημέρα της παγκόσμιας ειρήνης, τον δημοσιογράφο που έκλεισε τα μάτια του την ώρα που του διάβαζαν την εφημερίδα του” (βλ. και Κώστας Π. Παντελόγλου, Πλατεία Πατριάρχου, η καρδιά της Νέας Φιλαδέλφειας, Κέντρο Ιστορίας Νέας Φιλαδέλφειας (Κ.Ι.ΝΕ.ΦΙΛ.) 2017, αλλά και Κώστας Π. Παντελόγλου, “Ο λόγος για τον εκ των ιδρυτών της ΑΕΚ Κώστα Σπανούδη”, Ο Κόσμος της Ν. Φιλαδέλφειας, 7 Οκτωβρίου 2013).
Εν τω μεταξύ, το ψωμί που έτρωγε ο κόσμος στην Αθήνα ήταν διαφορετικό από άλλοτε, γράφει ο Γιάννης Καιροφύλας στο βιβλίο του Η Αθήνα του ’40 και της Κατοχής. Είχε διαταχθεί η πρόσμιξη σιταριού και κριθαριού σε αναλογία 60-40. Παρακάτω ο ίδιος σημειώνει πως τα λεμόνια είχαν 1,80 δρχ. το ένα, οι πατάτες 10 δρχ., τα ραδίκια 4,20 δρχ., τα κρεμμύδια 7 δρχ. η οκά και οι αγγινάρες 2,80 δρχ. η μία (βλ. σελ. 153 και 155). Αναφερόμενος στα εστιατόρια γράφει πως “τα πιο πολλά, ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας, προσφέρουν στους πελάτες τους ντολμαδάκια κι αυτά με σκέτο ρύζι, φασόλια ή πιλάφι, σπανακόρυζο, μακαρόνια της κακιάς ώρας, κουκιά φρέσκα ή μπιζέλια και τίποτε περισσότερο (σελ. 159-160). Στρέφοντας δε το βλέμμα του ξανά στην αγορά πληροφορούσε πως “οι φράουλες που τόσο αρέσουν είναι απλησίαστες. Έχουν 120 δρχ. η οκά. Τ’ αυγά πήγανε 12 δρχ. το ένα. Το κρέας, που δεν το βρίσκεις παρά μόνο λαθραίο, έφτασε τις 180 δρχ. το κατσίκι, τις 250 δρχ. το γουρουνόπουλο και τις 190 δρχ. η οκά το μοσχάρι” (βλ. σελ. 160).
Γράφει και για τις ουρές ο Γιάννης Καιροφύλας: “Οι ουρές έξω από τα καταστήματα τροφίμων γίνονται καθημερινά όλο και πιο μεγάλες. Οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες κάθονται εκεί με τις ώρες, χωρίς να είναι βέβαιοι αν θα προλάβουν να πάρουν κάτι. Είναι τραγικό να περιμένεις δυο ολόκληρες ώρες για ν’ αγοράσεις λίγες πατάτες ή χόρτα και όταν φτάνει η σειρά σου να σου λένε ότι τελείωσαν” (βλ. σελ. 160).
Ήδη στις 25 Απριλίου 1941, ο Κώστας Βάρναλης στο χρονογράφημά του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Πρωΐα με τίτλο “Καινούργιες συνήθειες”, έγραφε σχετικά: “Άλλη συνήθεια είναι της … ουράς. Ποτέ οι Ρωμιοί δεν μπορέσανε να μάθουνε τι σωτήριο πράμα είναι … η ουρά. Ούτε στα τραμ, ούτε στα ταμεία των θεάτρων σεβαστήκανε τη σειρά του άλλου. Τώρα όμως ο Πόλεμος τούς εσυνέτισε – τουλάχιστον στην αγορά και τα μαγαζιά. Στα χασάπικα για ρέας, στα μανάβικα για πατάτες και κρεμμύδια, στα καφεκοπτεία για καφέ, στα μπακάλικα για τυρί κτλ., βλέπει κανείς με κάποια χαιρεκακία τον θρίαμβο της … ουράς! Αλλά το ύφος όλων των πιστών της ουράς δείχνει πως το μέτρο αυτό το θεωρούνε προσωρινό. Και ο απαισιόδοξος, που τους βλέπει, φθέγγεται: “Η ουρά δεν θα επιζήσει του Πολέμου”.
(Ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου