Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .7

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Άλλωστε η Γερμανική Κατοχή είχε δώσει δείγματα γραφής ήδη. Ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, συγκαιρινός των γεγονότων, στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, γράφει πως κατεβαίνοντας οι Γερμανοί από βορρά “επίτασσαν όλες τις κρατικές αποθήκες ως λεία πολέμου” και ευθύς αμέσως άρχισαν τη “συστηματική αφαίρεση όλης της τρέχουσας παραγωγής και όλων των αποθεμάτων, με τη μέθοδο της επίταξης ή των υποχρεωτικών αγορών”, δέσμευαν δε “πολλά προϊόντα, ως είδη πολεμικού εμπορίου και συνεπώς επιτάξιμα”, αν και ήταν απαραίτητα για τη ζωή των Ελλήνων και των Ελληνίδων: βαμβάκι, ξυλεία, οινόπνευμα, σαπούνι, δέρματα, τσιμέντα, φάρμακα κά. “Σ’ αυτά προσετίθεντο συχνά με τοπικές διαταγές”, γράφει ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, “το λάδι, η σταφίδα, ο καπνός, η πατάτα, το κρέας”, προσθέτοντας ότι “διάρπαξαν συστηματικά το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγίμων προϊόντων μας (καπνό, λάδι, σταφίδα, μεταλλεύματα)” χρησιμοποιώντας το ελληνογερμανικό κλίρινγκ μέσω του οποίου γίνονταν αποκλειστικά όλες οι ανταλλαγές της Ελλάδος με το εξωτερικό. Η αρπαγή είχε αρχίσει με πληρωμή και καλά, σε μάρκα Κατοχής τα οποία “δεν έφεραν καμιά υπογραφή, αλλά μόνο τα στοιχεία της σειράς και αύξοντα αριθμό. Σημειωνόταν ότι εκδόθηκαν βάσει διατάγματος για λογαριασμό της Γερμανικής Διεύθυνσης των Κρατικών Πιστωτικών Ταμείων. Και ουσιαστικά επρόκειτο για απλό τυπωμένο χαρτί χωρίς καμιά αξία”. Η κυκλοφορία του κατοχικού νομίσματος πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε οι ίδιες οι Κατοχές Αρχές αναγκάστηκαν να λάβουν μέτρα. Και ανέλαβε η Τράπεζα της Ελλάδος να παρέμβει για να ρυθμίσει κάπως το δημοσιονομικό και νομισματικό χάος που είχε δημιουργηθεί”. (για τα παραπάνω, βλ. στο σημειωθέν έργο του Σόλωνος Νεοκ. Γρηγοριάδη, ειδική έκδοση Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 2011, τόμος 1, σελ. 183-184).

Κατά τα άλλα οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας, βενιζελικοί στην πλειοψηφία τους, πληροφορήθηκαν όπως και οι άλλοι κάτοικοι της Πρωτεύουσας, την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, τη φυγή του βασιλιά και του πρωθυπουργού, καθώς και την εκκένωση του νησιού από Ελληνικά και Βρετανικά στρατεύματα. Το Γερμανικό ανακοινωθέν μεταξύ άλλων σημείωνε ότι “συνελήφθησαν δέκα χιλιάδες Άγγλοι και Έλληνες αιχμάλωτοι” (βλ. Η Βραδυνή Δευτέρα 2 Ιουνίου 1941, σελ. 1).

Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας Η Βραδυνή, πρωτοσέλιδα στη στήλη “Αθηναϊκή ζωή” σημειώνονται μεταξύ άλλων και τα παρακάτω:

“Μπορεί πλέον ο καθένας να επισκεφθή την αγορά χωρίς κίνδυνον … λιποθυμίας προ των τιμών των πωλουμένων ειδών. Τα βερύκοκα πωλούνται προς 40 δρχ. [η οκά], τα κεράσια προς 44 δρχ., οι ντομάτες προς 30 ή 40 δρχ., τα αγγουράκια προς 5 έως 10 δρχ. Και οι εληές που υπάρχουν εν αφθονία προς 32 έως και 40 δρχ”.

“Βύσινο υπάρχει εις την αγοράν εν αφθονία και εις καλήν όπως πάντοτε ποιότητα. Πωλείται όμως ακριβά εάν λάβωμεν υπ’ όψιν μας ότι εφέτος δεν υπάρχουν τα μέσα για να γίνη γλυκό μετά την εξαφάνισιν εκ της αγοράς και της σταφιδίνης”.

“Τα μούρα, μαύρα και άσπρα, που ήταν το περιφρονημένο φρούτο άλλων καλοκαιριών, φέτος έχει πέρσι. Και μάλιστα πωλούνται σε καλαθάκια όπως πωλούνται και οι φράουλες”. Δεν ξέρω αλλού πώς εκτιμούσαν τα μούρα, μαύρα και άσπρα, ξέρω μόνο πως οι Φιλαδελφειώτες και οι Φιλαδελφειώτισσες όλων των ηλικιών τιμούσαν τα μούρα που έδιναν οι μουριές της γειτονιάς τους, όπως και τα τζάνερα και τα τζίτζιφα των Φιλαδελφειώτικων κήπων όλα τα χρόνια, και φυσικά ένας λόγος παραπάνω τα χρόνια της Κατοχής.

Εντωμεταξύ, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία μετά τις 10 το βράδυ. Τις νύκτες της 31ης Μαΐου και 1 ουνίου συνελήφθησαν πολλοί κυκλοφορούντες μετά την 10ην νυκτερινήν οι οποίοι και κρατούνταν στα αστυνομικά τμήματα. “Στο 6ον αστυνομικόν τμήμα εκρατούντο χθες την νύκτα περί τους 70. Οι συλληφθέντες θα προσαχθούν εις το Γερμανικόν φρουραρχείον, το οποίον θα επιβάλη εις τους κρατουμένους κυρώσεις”, έγραφε η Βραδυνή στις 2 Ιουνίου 1941 και κυβερνητική ανακοίνωση καλούσε τους πάντες “να πειθαρχήσουν και να παύσουν να προσπαθούν να καταστρατηγήσουν την Διαταγήν της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως Κατοχής, διότι θα ευρεθούν οι περίπολοι εις την αναπόφευκτον ανάγκην να πυροβολήσουν και να ρίψουν χειροβομβίδα΅”.

Εν μέσω ελλείψεων, απαγορεύσεων και απειλών της Γερμανικής Κατοχής – η οποία ειρήσθω εν παρόδω προσπαθεί να βγάλει και από τη μύγα ξύγκι (διαβάστε την αμέσως παρακάτω γνωστοποίηση πλειστηριασμού) – εξελίσσεται η ζωή των κατοίκων της Πρωτεύουσας μαζί και των κατοίκων της Νέας Φιλαδέλφειας.

“Γνωστοποίησις

Εκτίθενται εις πλειστηριασμόν εν τη Αποθήκη Συγκεντρώσεως Λειών Πολέμου εν Νέω Φαλήρω, παραπλεύρως της πρώην Σχολής Ικάρων, τα ακόλουθα είδη:

1) Παλαιαί στολαί
2) Παλαιά εσώρουχα
3) Υποδήματα και μπότες
4) Γυλιοί
5) Παλαιόχαρτον
6) Σιδερόβεργες (οικοδομικής)

Επίσκεψις και δήλωσις (συμμετοχής) την Τετάρτην 4.6.1941 από 15ης μέχρι 16ης ώρας εν τω Καταστήματι Συγκεντρώσεως.

Αθήναι 31.5.1941”

Πώς θα διανεμηθή “σάπων δια το κοινόν” μέσω των παντοπωλείων και των πρατηριούχων σάπωνος, ανακοίνωση του Υπουργείου Επισιτισμού. Πώς θέλει ενεργηθεί “η διανομή σάπωνος εις τους διαφόρους επαγγελματίας και βιοτέχνας (κουρεία, βαφεία, νοσοκομεία, κλινικές κλπ) άλλη ανακοίνωση του Υπουργείου Επισιτισμού.

Πώς θα γίνει η διανομή του κρέατος από την Κεντρική Αγορά των Αθηνών, πώς θα γίνεται η πώλησις αλεύρων εις τους αρτοποιούς (“μόνον την πρωίαν εκάστης Τρίτης”), πώς θα εισκομίζονται λαχανικά και φρούτα στην Αθήνα προς πώλησιν (υποχρεωτικά δια της Κεντρικής Λαχαναγοράς), πώς ρυθμίστηκε η παραγωγή καπνοβιομηχανικών προϊόντων ώστε να “ικανοποιώνται και αι ανάγκαι του Γερμανικού Στρατού Κατοχής” (μάλιστα με “τα προς τον σκοπόν τούτον προοριζόμενα σιγαρέττα, απαλλασσόμενα του φόρου επί του καταναλισκομένου καπνού προσθέτου τοιούτου και αντιτίμου σιγαροχάρτου, να παραδίδωνται εις υπηρεσίαν των Γερμανικών Αρχών Κατοχής υπό τούτων ορισθησομένης”)…

Ψηφίδες όλα αυτά της πραγματικότητας της Γερμανικής Κατοχής, όπως αποτυπωνόταν στις εφημερίδες τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1941 – όπου καταχωρούνταν και διαφήμιση του “Σινεάκ” (για Ντίσνεϋ, για αξιοθέατα μέρη των ΗΠΑ, για κωμωδίες και φυσικά για επίκαιρα του Πολέμου)· διαφήμιση του φροντιστηρίου Λαμπρινόπουλου για το Πολυτεχνείο, αλλά και ο προγραμματισμός του Εθνικού Θεάτρου· Αρχαίο Δράμα (“Αντιγόνη” και “Οιδίπους” στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού), Δραματική Σκηνή (όπου ο τέως κινηματογράφος “Παρκ” στη λεωφόρο Αλεξάνδρας παρά το Πεδίον του Άρεως, Λυρική Σκηνή (όπου η Δραματική Σκηνή εναλλάξ “με νέα μουσικά έργα, τα οποία το Εθνικόν Θέατρον επρομηθεύθη αεροπορικώς εκ Γερμανίας, χάρις εις την ευγενεστάτην προθυμίαν των Γερμανικών Αρχών Κατοχής”), και “Άρμα Θέσπιδος” (το οποίο “θα χρησιμοποιηθή κατά την εφετεινήν θερινήν περίοδον χάριν των απομεμακρυσμένων συνοικιών των Αθηνών”), καθώς και κριτική της Αλεξάνδρας Λαλαούνη για συμφωνική συναυλία που εδόθη στα “Ολύμπια” την 1η Ιουνίου 1941 με το Κοντσέρτο Γκρόσσο αριθ. 8, την 5η Συμφωνία του Σούμπερτ, την Εισαγωγή της “Αγίας Βαρβάρας” του Βάρβογλη, το Κοντσέρτο του Μπετόβεν σε μι ύφεσι (“έργο μεγάλο μέσα στα μεγάλα, παρέσυρε το κοινό σε θυελλώδεις επευφημίες”) και το Πρελούιο της τρίτης πράξεως των “Αρχιτραγουδιστών” του Βάγκνερ, κριτική που άρχιζε μ’ αυτά τα λόγια: “Παρ’ όλη την φοβερή ζέστη και χθες τα “Ολύμπια” συγκέντρωσαν άπειρο κόσμο στην τελευταία συναυλία της εφετεινής περιόδου”.

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου