Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .8

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ποια η στάση των ηγετών των πολιτικών κομμάτων τα οποία μετά την κατάρρευση του Μετώπου επανεμφανίστηκαν; Ποια η στάση του Σοφούλη (των Φιλελευθέρων), του Καφαντάρη, του Παπανδρέου και των Λαϊκών; Επιφυλακτική την κρίνει ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης στην Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1944, χωρίς να αμφισβητεί τον πατριωτισμό τους. “Εξαίρεση αποτελούσε”, γράφει, “ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός του μικρού αλλά μαχητικού Εθνικού Ενωτικού Κόμματος. Ο εθελοντής στρατιώτης του Αλβανικού Μετώπου φλεγόταν για τον αγώνα. Και αφοσιώθηκε στην αντίσταση, ευθύς μόλις έβγαλε την κουρελιασμένη στολή του, με όλες τις δυνάμεις του. Οργάνωσε ομάδα σαμποτέρ με τον επισμηναγό Κώστα Περίκο, από το καλοκαίρι του 1941 και υπηρεσία κατασκοπίας με τον Επαμεινώνδα Τσέλλο. Τον Οκτώβριο συνεργάστηκε με τον συνταγματάρχη Ψαρρό και τον βοήθησε να μεταβεί στην Θεσσαλονίκη για να μελετήσει τις δυνατότητες ανταρτοπολέμου. Μ εμια ομάδα δημοσιογράφων (Γ. Καρανικολός, Θ. Παπακωνσταντίνου, Γ. Ανδρουλιδάκης, Κ. Ζαφειρόπουλος κά.) εξέλιδε αντιστασιακά έντυπα και την παράνομη εφημερίδα Μαχομένη Ελλάς” (βλ. ειδική έκδοση για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2011, Τόμος 1, σελ. 144-145).

Ο Δημοσθένης Παπαχρίστου, μηχανικός, κουνιάδος του Νίκου Πλουμπίδη, συγκαιρινός των γεγονότων κι αυτός, στο βιβλίο του με τίτλο Αναδρομή στα γεγονότα 1931-2000 και στον ρόλο του ΚΚΕ. Αναμνήσεις-μαρτυρίες, σκέψεις (Ελληνικά Γράμματα 2002), σημείωσε: “Ο παλιός πολιτικός κόσμος, όπως ο Σοφούλης και άλλοι πολιτικοί παράγοντες […] συνιστούσαν “υπομονή” και οργάνωση των πολιτικών δυνάμεων για να εξασφαλίσουν τη δημοκρατία στην Ελλάδα μετά τη “βέβαιη νίκη” των Συμμαχικών Δυνάμεων” (σελ. 74). Στο ίδιο βιβλίο ο Δημοσθένης Παπαχρίστου σημειώνει πως πληροφορήθηκε για την κακή κατάσταση στο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά και την απόφαση εξορίστων στελεχών του από τα νησιά της εξορίας, που προσπαθούσαν να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση και να ανασυγκροτήσουν το κόμμα, γι’ αυτό και του συστήθηκε να περιμένει λίγο καιρό ακόμη (βλ. 68-69). Ο Δημοσθένης Παπαχρίστου ήταν κι αυτός ένας από τους πολεμιστές του Μετώπου που μετά την επιστροφή του στην Αθήνα αναζητούσε αν υπάρχει κάποια οργανωμένη κίνηση κατά των κατακτητών· γράφει λοιπόν στο παραπάνω βιβλίο του για τα ενδιαφέροντα που επακολούθησαν μετά τη γενόμενη σε αυτόν σύσταση: “Τότε ήρθα σε επαφή με τον Καθηγητή μου [στο Πολυτεχνείο] Θαάση Ρουσόπουλο, γύρω από τον οποίο άρχισε γρήγορα να σχηματίζεται μια ομάδα από νέους μηχανικούς, με τεχνοκρατικές αντιλήψεις, εντασσόμενες σε “μαρξιστική κατεύθυνση”. Η ομάδα αυτή αναπτυσσόταν κάπως με γρήγορους ρυθμούς με σκοπό την οργανωμένη αντίσταση στην Κατοχή. Η προσπάθεια εστιαζόταν στο να διατηρηθεί ακμαίο το ηθικό του λαού, να αποτραπεί οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συνεργασία με τις Αρχές Κατοχής και ιδιαίτερα να αποφεύγουν οι μηχανικοί να εργάζονται σε επιχειρήσεις που παρήγαγαν πολεμικό υλικό ή άλλα εφόδια των κατακτητών” (βλ. σελ. 69).

Ο Θανάσης Κλάρας, ο μετέπειτα Άρης Βελουχιώτης, από τις μέρες της κατάρρευσης ακόμη, γράφει ο Πάνος Λάγδας στο δίτομο έργο του Άρης Βελουχιώτης ο πρώτος του Αγώνα (βιογραφία 1905-1945), Εκδόσεις Κυψέλη 1964/1965, “είχε συλλάβει καθαρά μες στο μυαλό του το μεγάλο εθνικό αίτημα εκείνης της στιγμής: Να Συνεχίσουμε τον Πόλεμο! Άσχετα προς τις ελλείψεις, προς τις θυσίες, άσχετα προς την τελική έκβαση. Καθαρά φωτισμένα, απλά: Να Συνεχίσουμε τον Πόλεμο!” (βλ. Α’ τόμος, σελ. 409). Αυτό έλεγε στους φαντάρους με τους οποίους συμπολέμησε ως το Σχηματάρι που αποχωριστήκανε, αυτό μίλησε σε χιλιάδες φαντάρους στην πλατεία Λαυρίου στην Αθήνα πριν μπουν οι Γερμανοί, αυτό υποστήριξε στην παράνομη φυσικά Σύσκεψη που οργάνωσε με τη συμμετοχή φίλων του όπως ο Γιάννης Χατζηπαναγιώτης (Θωμάς), τ’ αδέρφια Μανώλης και Στέφανος Τσάφος κ.ά. στην Καισαριανή στις 15 Μαΐου 1941” (βλ. σελ. 409, 411). Γι’ αυτή τη Σύσκεψη ο Πάνος Λάγδας στο έργο του καταχωρεί αποσπάσματα από τις αναμνήσεις του Γιάννη Χατζηπαναγιώτη (Θωμά) από τη ζωή του δίπλα στον Άρη, αποσπάσματα που θαρρώ πως πρέπει να βρουν τη θέση τους και στην παρούσα εργασία μου: “15 Μάη του 1941. Στο δασύλλιο μεταξύ Καισαριανής και Ζωγράφου (Κουπονίων) λίγοι φίλοι μαζεμένοι ανάμεσα σε πυκνά πεύκα … κι ένας κοντός, αδύνατος, ξερακιανός και γεμάτος δύναμη και νεύρο να μας ομιλεί: ο Θανάσης Κλάρας, κατοπινός Άρης Βελουχιώτης. Παλιός αγωνιστής και φίλος, δεν είναι παρά λίγες μέρες που γύρισε από το Μέτωπο και να μας επιμένει πως: – Ο πόλεμος συνεχίζεται. Ναι, συνεχίζεται. Θέλω να πω, πρέπει να συνεχιστεί με τ’ όπλο στο χέρι … Τα λόγια του σαν παράξενα στην αρχή μάς φάνηκαν. Γιατί πρόσφατη ήταν ακόμα η κατάρρευση του Μετώπου και κάθε Ελληνική στρατιωτική αντίσταση είχε σταματήσει για ν’ αντηχήσουν βαριά οι Χιτλερικές μπότες μέσα στην Πρωτεύουσά μας. Οι δισταγμοί μας δεν λείπουν, η ξένη βία κυριαρχεί, ο γερμανικός στρατός σαρώνει τον Κόσμο, φόβος και αγωνία κατέχει τις καρδιές μας, ποιος θα βρεθεί να στρωθεί στον ένοπλο αγώνα; … Μεγάλες οι πληγές και τα βάσανα που άφησε ο Ελληνοϊταλικός και Ελληνογερμανικός Πόλεμος. Γεμάτα τα νοσοκομεία αναπήρους και τραυματίες, μαυροφορεμένες μανάδες, γυναίκες και αδερφές. Αναδουλειά, πείνα, εξαθλίωση … Ο Θανάσης Κλάρας όμως διακρίνει τους δισταγμούς μας και γίνεται πιο ορμητικός και πειστικός: – Ακόμα και τα καριοφίλια των προγόνων μας του ‘21 θα ξεθάψουμε. Όσα μπορέσουμε όπλα απ’ την κατάρρευση του Μετώπου θα συμμαζέψουμε και τα πιο πολλά απ’ τους κατακτητές θα τ’ αρπάξουμε … Τα λόγια του δίνουν θέρμη, πνοή, ζεσταίνουν την καρδιά μας. […] Με τον λόγο του στην συγκέντρωσή μας και με ένα πρωτοφανές αντιστασιακό πνεύμα έκλεισε την πρώτη Σύσκεψή μας (μετά την είσοδο των Γερμανών) για να τη διαδεχθούν τόσες άλλες. […]” (βλ. σελ. 412-413). Τα ίδια υποστήριξε ο Θανάσης Κλάρας, μετέπειτα Άρης Βελουχιώτης, και κατά τη συνάντησή του με τους πρώτους εξόριστους που είχαν δραπετεύσει από τη Φολέγανδρο και είχαν έρθει στην Αθήνα και ιδιαίτερα με τον εξ αυτών Παντελή Σίμο Καραγκίστη, που πρωτοστάτησε και στην ίδρυση της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωση της Κατοχής, της “Εθνικής Αλληλεγγύης” (ιδρυτική σύσκεψη της “Εθνικής Αλληλεγγύης” στις 28 Μαΐου 1941).

Ας δώσω όμως τον λόγο σχετικά με την “Εθνική Αλληλεγγύη” στον Δημοσθένη Παπαχρίστου. Στο παραπάνω σημειωθέν βιβλίο του γράφει: “Σκοπός της οργάνωσης αυτής ήταν να φροντίζει να προσφέρει βοήθεια στους πολιτικούς κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες, σε ανθρώπους που συνελάμβαναν οι Αρχές Κατοχής ή που τους κυνηγούσαν, καθώς επίσης να βοηθά τους Άγγλους στρατιώτες που είχαν αιχμαλωτιστεί ή που είχαν διαφύγει τη σύλληψη και να φροντίζει να τους τοποθετεί σε ασφαλή σπίτια για να μη συλληφθούν. Η οργάνωση αυτή σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε και συγκέντρωσε ως μέλη της πολλούς επιστήμονες, προσωπικότητες κύρους, ανώτερους δημοσίους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, εργάτες, φοιτητές και άλλους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η Προεδρία της “Εθνικής Αλληλεγγύης ανατέθηκε στον Καθηγητή [του Πολυτεχνείου] Θανάση Ρουσόπουλο” (σελ. 71).

Γυρίζοντας από το Μέτωπο στη Νέα Φιλαδέλφεια, κινήθηκαν όχι λίγοι, αν και από διαφορετικές αφετηρίες, στο πνεύμα “ο Πόλεμος συνεχίζεται!”. Ζυμώσεις υπήρξαν και σχηματισμός πρωτοομάδων με σκοπό την πολύμορφη αντίσταση τόσο από αριστερούς όσο και από κεντρώους, αλλά και συντηρητικούς, ενώ δεν είχαν ακόμη συγκροτηθεί οι Οργανώσεις της Αντίστασης. Δεν χωρεί ωστόσο αμφιβολία πως τη σκέψη όλων κατέκλυζε το πρόβλημα της επιβίωσης· το πρώτο πράγμα που παρατήρησαν, επιστρέφοντας στην Αθήνα ο αποδράσαντες από την Φολέγανδρο, την Κίμωλο και την Ανάφη εξόριστοι, αλλ΄ακαι από το Σανατόριο Ασβεστοχωρίου, ήταν αυτό. Και το αποτύπωσαν στα βιβλία τους η Καίτη Ζεύγου (Με τον Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα, Εκδόσεις Ωκεανίδα 1980) και ο Σπύρος Α. Κωτσάκης (Νέστορας) (Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή 1986).

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου