Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .20

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης στο έργο του Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1944 γράφει για τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Τσάτσο σχετικά με την 28η Οκτωβρίου 1941 τα ακόλουθα: “… ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος μικρόσωμος, νευρώδης και μαχητικός, εκφώνησε αγωνιστικό επετειακό λόγο και έκανε τους φοιτητές να ψάλλουν μαζί του, σε προκλητικό επιθετικό τόνο τον εθνικό ύμνο. Μετά την τελετή θέλησαν να τον συλλάβουν. Διέφυγε και για αρκετό διάστημα κρύφτηκε στο σπίτι του δικηγόρου Γεωργίου Λάππα” (βλ. ειδική έκδοση για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, τόμος 1, σελ. 168). Ο Γιάννης Καιροφύλας έχει γράψει σχετικά στο βιβλίο του Η Αθήνα του ‘40 και της Κατοχής τα παρακάτω: “Οι Αθηναίοι [και οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας φυσικά] πληροφορήθηκαν ότι ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Τσάτσος παύθηκε, χωρίς να έχει το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθεί, επειδή έβγαλε μια ανακοίνωση ότι κωλυόμενος δεν θα διδάξει στις 28 Οκτωβρίου 1941. Οι Αρχές Κατοχής δεν θέλανε να γίνει εορτασμός της επετείου του ΟΧΙ. Βγήκε μάλιστα ένα διάταγμα, που όριζε ότι θα αποβληθούν οι μαθητές που δεν θα πήγαιναν στο μάθημά τους. Τα παιδιά αναγκάστηκαν να πάνε, αλλά έγινε με τους δασκάλους και τους καθηγητές συμφωνία να μην κάνουν μάθημα” (βλ. σελ. 170).

“[…] Η πρώτη επέτειος της έναρξης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, η 28η Οκτωβρίου 1941, έδωσε την ευκαιρία για ένα σημαντικό παλλαϊκό ξέσπασμα στην Αθήνα. Την προηγούμενη [μέρα] μια τεράστια φλεγόμενη επιγραφή – ΕΑΜ – άναψε στον Υμηττό. Υπήρξε έμπνευση και εκτέλεση επιτυχής, με έντονη απήχηση υπέρ της αρτισύστατης οργάνωσης. Και έκανε τις Αρχές Κατοχής να νομίσουν ότι αποτελούσε σύνθημα για την εκδήλωση [αντικατοχικών ενεργειών] στην Πρωτεύουσα. Τα στρατιωτικά μέτρα που ελήφθησαν ήταν εξαιρετικά, αλλά δεν τρομοκράτησαν τον λαό. Η περιοχή του Άγνωστου Στρατιώτη κατακλύστηκε από διαδηλωτές, που κατέθεσαν σωρεία στεφάνων και λουλούδια στον χώρο του μνημείου. Έφιππα τμήματα των Ιταλών έκαναν επανειλημμένες επελάσεις για να διαλύσουν το πλήθος και ενήργησαν πολλές συλλήψεις, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Έως αργά το βράδυ, ο Άγνωστος Στρατιώτης παρέμενε τόπος μαζικού προσκυνήματος”, έχει σημειώσει ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης (ό.π. σελ. 168). Ενώ ο Γιάννης Καιροφύλας στο δικό του βιβλίο (σελ. 169-170) γράφει: “Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1941 γιορτάστηκε από τους Αθηναίους με κατάθεση στεφάνων στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Τα τοποθέτησαν αποβραδίς και το πρωί οι Αρχές Κατοχής τα σήκωσαν. Στους τοίχους των σπιτιών γράφτηκε η λέξη ΟΧΙ. Εργάτες με τη συνοδεία αστυφυλάκων την έσβησαν. Μέχρι το μεσημέρι το μνημείο γέμισε και πάλι με λουλούδια. Αστυφύλακες με Ιταλούς καραμπινιέρους πιάσανε τα πόστα. Εμπόδιζαν τον κόσμο να πλησιάσει. Το ίδιο έγινε και στο άγαλμα του Διονυσίου Σολωμού στον Εθνικό Κήπο. Κάποια στιγμή οι αστυνομικοί άφησαν μερικούς φοιτητές να πλησιάσουν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Καταθέσανε στεφάνι και ψάλλανε τον εθνικό ύμνο. Το απόγευμα πέρασαν με τα καροτσάκια τους οι ανάπηροι. Οι Ιταλοί τους εμπόδισαν. Άφησαν μόνο μια νοσοκόμα να οδηγήσει έναν ανάπηρο κοντά στο μνημείο”.

Μας τραβά απ’ το μανίκι ωστόσο το ζήτημα της επιβίωσης, πρέπει να επανέλθουμε… Επικαλούμαι τον Γιάννη Καιροφύλα· απ’ το βιβλίο του Η Αθήνα του ‘40 και της Κατοχής τα ακόλουθα: “Δεν βρίσκεις τίποτα να αγοράσεις. Στον δρόμο πουλάνε μόνο παστέλι καμωμένο από σουσάμι. Στα ζαχαροπλαστεία χρησιμοποιούν το χαρουπόμελο. […] Στα εστιατόρια δεν δίνουν ψωμί, όσο και να τους παρακαλείς. Δεν υπάρχει. Οι φούρνοι δεν καπνίζουν. […] Η αγορά της Αθήνας υποφέρει. Ακόμα και τα λαχανικά δυσεύρετα. Οι ντομάτες και τα κολοκύθια πήγανε 100 δρχ. Η οκά. Οι μελιτζάνες 140 δρχ. Το γάλα κι αυτό νερωμένο το πουλάνε οι γαλατάδες 80 δρχ. με χίλια παρακάλια. Με το δελτίο μοιράζουν το ψωμί, 30 δράμια το άτομο. Και πού να φτάσει. Είναι σχεδόν μία φέτα. Ποιος να πρωτοφάει; Τα παιδιά ή οι μεγάλοι; Όλοι έχουν ανάγκες για να επιζήσουν. Κι όσο η πείνα γίνεται μεγαλύτερη, τόσο φουντώνει η μαύρη αγορά. Δημιουργούνται μυστηριώδη κέντρα εμπορίου σε απόκεντρες κυρίως γειτονιές. Αρχίζει, χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς, ένα σύστημα λαθραίας εισαγωγής τροφίμων στην Αθήνα από κάποιους επιτήδειους. Αλλάζουν τα τρόφιμα πολλά χέρια μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή. Είναι οι ενδιάμεσοι, οι μεσάζοντες. Και κάθε μέρα ανεβάζουν τις τιμές: 700 δρχ. η ζάχαρη, 600 δρχ. το αλεύρι, 500 δρχ. τα φασόλια, 375 δρχ. τα ρεβύθια και 400 δρχ. οι φακές. Τραγωδία αληθινή με προεκτάσεις. […] Οι Σταθμοί Πρώτων Βοηθειών δέχονται καθημερινά πολλούς που λιγοθυμούν από την πείνα. Αλλά τι να κάνουν; Πώς να τους θεραπεύσουν από την ασιτία; Αυτή θέλει φαγητό, δεν θέλει φάρμακα. Και φαγητό δεν υπάρχει. Στους δρόμους πουλάνε μπομπότα, από καλαμπόκι, με το κομμάτι. Μερικοί την αγοράζουν. Είναι βαρειά για όσους έχουν ευαίσθητα στομάχια. Αλλά την τρώνε κι αυτοί από ανάγκη, αφού δεν έχουν τίποτε άλλο για να χορτάσουν την πείνα τους. […] Οι μισθοί και τα ημερομίσθια δεν φτάνουν ούτε για τα ναύλα που θέλει ένας υπάλληλος ή ένας εργάτης κάθε μέρα. Αποφασίζονται κάποιες αυξήσεις: 42 δρχ. στα μεροκάματα των 100 δρχ. και άνω και 25 δρχ. στ’ άλλα μεροκάματα. Επίσης οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων θα πληρώνονται κάθε 20 μέρες, έτσι ώστε αυτόματα να αυξηθούν κατά 50%” (βλ. σελ. 167-171).

Εν τω μεταξύ η Γερμανική Κατοχή ανακοίνωσε την εκτέλεση 4 πατριωτών για πράξεις σαμποτάζ, επιχειρώντας να τρομοκρατήσει τους κατοίκους της Πρωτεύουσας…

Στα Φύλλα Κατοχής η Ιωάννα Τσάτσου έχει σημειώσει σχετικά: “20 Οκτώβρη 1941. Σήμερα ακούσαμε τα πρώτα ανεπανόρθωτα. Στην Ελευσίνα έγιναν εκτελέσεις Ελλήνων. Χτες οι Γερμανοί τουφέκισαν τρία παλληκάρια, τον Βαβουράκη, τον Πανωλιάσκο και τον Νίκα. Πριν λίγες μέρες είχαν τουφεκίσει και τον Χρήστο Στάμο. Και οι τέσσερες πεθαίνοντας εξομολογούνται στον παπά που τους κοινώνησε τον μεγάλο καημό τους. Την έννοια τους για τις γυναίκες και τα παιδιά τους που εγκαταλείπουν χωρίς προστάτη. – 24 Οκτώβρη 1941. Ο Γιάννης Γεωργάκης ήρθε εκ μέρους του Μακαριώτατου [Αρχιεπισκόπου] Δαμασκηνού να μου πη ν’ αναλάβω τις οικογένειες των εκτελεσθέντων. Θα έχω κάθε βοήθεια από την Αρχιεπισκοπή. Θα τους δίνωμε μηνιαίο βοήθημα, ρούχα και τρόφιμα. Το δέχτηκα μ’ ευγνωμοσύνη” (βλ. σελ. 17-18).

Ας μου επιτραπεί να καταχωρήσω εδώ δυο ακόμα ημερολογιακές σημειώσεις της Ιωάννας Τσάτσου, ενδεικτικές θαρρώ της καταστάσεως που επικρατούσε στην Πρωτεύουσα, χωρίς εξαίρεση, τον Νοέμβριο του 1941. “22 Νοέμβρη 1941. Πούλησα το ποδήλατο των παιδιών μια χρυσή λίρα και πήγα στον Ασύρματο ν’ αγοράσω όσπρια. Θάθελα πολύ να βρω και λίγο λάδι και κανένα αυγό. Κάτι βρώμικοι, αξύριστοι άνθρωποι βγάζουν τα χέρια από τη τσέπη και μου δείχνουν μυστικά, σαν ζάρια μέσα στην φούχτα τους, δείγματα από φασόλια και ρεβύθια. Φορτώθηκα δυο οκάδες φασόλια και δυο οκάδες φάβα και γύρισα σπίτι”. – “25 Νοέμβρη 1941. Είναι νύχτα. Κρύο, χιονιάς, πείνα. Τι θα γίνη με την πείνα; Τι θα γίνη με την πείνα των παιδιών; […] Το δωμάτιό μου είναι παγωμένο. Πεινώ. Ποτέ δεν σηκώνομαι από το τραπέζι χορτάτη. Γύρω μου έρχονται όλα τα παιδικά προσωπάκια της Πλάκας, μα όπως είναι στ’ αλήθεια, σκελετωμένα, όλο μάτια. Μάτια γεμάτα απορία, που δεν καταλαβαίνουν. Τι να καταλάβουν; Πώς στέρεψε η γη; Πώς στέρεψε η αγάπη; Και είναι πάρα πολλά. Τα γνωρίζω όλα από τους μήνες του Πολέμου. Έχω επιστρατέψει τις φίλε ςμου να μου μαζεύουν και το τελευταίο ψιχουλάκι τροφής. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Η Ειρήνη Τσιμπούκη μου φέρνει σε τενεκεδάκια κονσέρβας ό,τι βρίσκει. Και στο σούρουπο, με τον φακό στο χέρι, αναζητούμε αυτά τα παιδιά στις σκοτεινές καμάρες των παλαιών σπιτιών, να τους μοιράσουμε ό,τι έχουμε. […] Θεέ μου! Δεν χωρεί πια αναβολή, ούτε μέρας ούτε ώρας· κάτι πρέπει να γίνη. Πηγαινοέρχομαι στο δωμάτιό μου για να ζεσταθώ και κάθομαι ξανά και γράφω για να πολεμήσω τους εφιάλτες που με κυκλώνουν” (βλ. σελ. 26-28).

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου