Κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ο Σάββας Σταματιάδης, εκπρόσωπος της Νέας Φιλαδέλφειας στο κομματικό γραφείο Νέας Ιωνίας-Νέας Φιλαδέλφειας, κατά τη μαρτυρία του – που βρίσκεται καταχωρημένη στην έκδοση Ιωνιώτες Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, έκδοση ΠΕΑΕΑ, Παράρτημα Νέας Ιωνίας 1998, σελ. 45-50 – δεν αναφέρεται στο Διάγγελμα του ΕΑΜ, με το οποίο αυτό πρωτοεμφανίστηκε στις 10 Οκτωβρίου 1941, και το τι επακολούθησε τουλάχιστον ως τον πρώτο σταθμό της δραστηριότητάς του, τις 28 Οκτωβρίου 1941, την πρώτη επέτειο του ΟΧΙ.
Το Διάγγελμα του ΕΑΜ κυκλοφόρησε και στη Νέα Φιλαδέλφεια και στη γειτονική Νέα Ιωνία, σε όλη την Πρωτεύουσα, γραμμένο με το χέρι, με την γραφομηχανή ή τον πολύγραφο, με προφύλαξη μεν, αλλά με πάθος και εθνική έξαρση, μεταδίδοντας το εγερτήριο κατά των κατακτητών άγγελμα του ΕΑΜ, που μάλιστα όριζε το χρονικό διάστημα ως τις 28 Οκτωβρίου 1941 ως “περίοδο του νέου απελευθερωτικού ξεκινήματος”. “Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα”, σημειωνόταν στο Διάγγελμα του ΕΑΜ, “ας ανεβάζουμε τις μορφές της πάλης μας. Στις 28 Οκτωβρίου [1941] με κάθε είδους εκδήλωση, αγωνιστείτε για το εθνικό ξεκίνημα. ΤΟ ΕΑΜ ορίζει σύγχρονα για έμβλημά του το ηρωικό ΤΣΑΡΟΥΧΙ. Το ΤΣΑΡΟΥΧΙ είναι το Ελληνικό “V”. Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο καλεί όλους τους Έλληνες και Ελληνίδες στις 28 Οκτωβρίου [1941] στο σπίτι τους, στον τόπο δουλειάς τους, στο καφενείο, στο τραμ, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, να χαιρετισθούν με τις λέξεις “ΤΣΑΡΟΥΧΙ-ΕΑΜ”. Απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα μας δύο λέξεις πρέπει ν’ αντηχήσουν την μέρα της 28ης Οκτωβρίου. Οι λέξεις “ΤΣΑΡΟΥΧΙ-ΕΑΜ”.
Ένα πλήθος συνθημάτων γράφτηκαν τότε στους τοίχους της Πρωτεύουσας, μα και της Νέας Φιλαδέλφειας και της Νέας Ιωνίας. “Τσαρούχι-ΕΑΜ”, “Ζήτω η 28η Οκτώβρη-ΕΑΜ”, “ΟΧΙ στους κατακτητές”. Τρυκ και προκηρύξεις κυκλοφόρησαν. Πολλοί ρωτούσαν τι ήταν το ΕΑΜ, και μάθαιναν. Και τούτο, ούτω πως, αναπτυσσόταν ραγδαία, με την προσπάθεια πρωτίστως ανθρώπων που είχα δεσμό με τον κόσμο, που ο λόγος τους ήταν πλούσια επιχειρηματολογημένος, που ήταν πειστικός συνοδευόμενος από τις πράξεις αυτού που τον διατύπωνε ώστε να διαλύσει τον φόβο, να μετατρέψει την ηττοπάθεια σε αισιοδοξία για την τελική νίκη των αντιναζιστικών-αντιφασιστικών δυνάμεων και την απελευθέρωσης της χώρας. Ένας τέτοιος ήταν ο πατέρας μου Παντελής Παντελόγλου, ο οποίος κατάφερε την αντιστασιακή συμβολή ακόμη και συντηρητικών κατά τ’ άλλα κατοίκων του Μικρασιατοπροσφυγικού συνοικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας, αναδειχθείς υπεύθυνος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της πόλης μας, συντελώντας και στην αρμονική συνεργασία με τους αντιστασιακούς άλλων οργανώσεων και ομάδων, συνεργασία που συνεχίστηκε μετεμφυλιακά με επίκεντρο τον Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας, μα όχι μόνο.
Θα επανέλθουμε στην αντιστασιακή προσπάθεια των κατοίκων της Νέας Φιλαδέλφειας, του άμεσου περιγύρου της και της Πρωτεύουσας γενικότερα, όμως τώρα ας αναφερθούμε και πάλι σε όψεις της κατάστασης που βίωνε ο κόσμος.
Με σύντομες, κοφτές φράσεις, ο Σπύρος Κωτσάκης, ο Καπετάν Νέστορας του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ (Αθήνας), στο βιβλίο του Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή 1986, σελ. 65-67, ζωγραφίζει την κατάσταση φθίνοντος του 1941. Από τη “ζωγραφιά” του τα ακόλουθα: “Η πείνα είναι βασανιστική. Από τον Νοέμβρη γίνεται θανατικό. Η εξασφάλιση τροφής, η επιβίωση είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτούς τους μήνες. Ακόμα στην μνήμη υπάρχουν στιγμές, επεισόδια, περιστατικά […] ανάρμοστης, απαράδεκτης συμπεριφοράς μικρών και μεγάλων… Δεν πρόκειται να σβήσουν σ’ όλη μας τη ζωή. Τότε ήταν που “έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα”, που λένε1. […] Στον Πειραιά έχουν συγκροτηθεί συμμορίες μικρών παιδιών που αρπάζουν ό,τι προφτάσουν. Μια μέρα, βγαίνοντας από τον Ηλεκτρικό, τυχερός, βρήκα κι αγόρασα παστέλι με σουσάμι και χαρουπάλευρο. Στρίβοντας στην προκυμαία, ένα σμήνος ξυπόλητων παιδιών πέφτει απάνω μου. Με τέχνη ένα απ’ αυτά μου χτυπάει το χέρι και το παστέλι φεύγει στον αέρα. Ορμάνε όλα μαζί σαν σφήκες ποιο να το πρωτοαρπάξει… Το ίδιο κόλπο μού έκαναν και στην Αθήνα έξω από τον φούρνο, όπου είχα πάει να πάρω ψωμί δελτίων τριών ημερών. Μια συμμορία παιδιών – μεγαλύτερων αυτή τη φορά – μ’ έσπρωξαν, μου άρπαξαν το κομμάτι το ψωμί κι έγιναν άφαντα στο πρώτο στενό (παράνομος, δεν μπορούσα να κάμω τίποτα). Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Πώς να πας στο σπίτι χωρίς το ψωμί; Είναι και η ευαισθησία μήπως και δεν σε πιστέψουν. Προσπάθησα ν’ αγοράσω, δεν το κατάφερα2. […] Περπατάμε με τον Αντρέα στην άκρη της λεωφόρου Αλεξάνδρας, τέρμα Αμπελοκήπων. Σουρουπώνει. Κρύο. Από την Κηφισίας κατεβαίνουν καροτσάκια φορτωμένα με ξύλα, κούτσουρα. Όλος ο Υμηττός και πολλή Πεντέλη θ’ ανασκαφτούν κι όλοι οι λόγγοι θα ξεριζωθούν εκείνο τον χειμώνα. […] Μερικά ραντεβού τα κάνω στον Νέο Κόσμο, κοντά στο Νεκροταφείο. Στην οδό Δράκου έχει σπίτι ο ξάδερφός μου Τάσος Κωτσάκης που το χρησιμοποιώ. Έτσι γίνομαι μάρτυρας της φοβερής συρροής μ’ όλα τα μέσα – ιδιαίτερα με χειροκίνητα καροτσάκια φκιαγμένα από κασέλες, με ρόδες – φορτωμένα με νεκρούς. Άπλυτους, σκελετωμένους, πολλούς πρησμένους […]. Ο Ντίνος και η Ιφιγένεια κάνουν ό,τι μπορούν για να εξοικονομήσουν και για τους τρεις μας. Κάναμε μια καλή προμήθεια φασόλια, κτηνοτροφικά. Γίνονται σαν φάβα. Τα βράδυα καθόμαστε και οι τρεις και τα καθαρίζουμε από τα μαμούνια. Είναι γεμάτα. Δυο τρεις φορές της Ιφιγένειας της έστειλαν λάδι από την Κρήτη και χοχλιούς. Πρώτη φορά στη ζωή μου έφαγα σαλιγκάρια. Ο Ντίνος πέτυχε από την Αγροτική [Τράπεζα] 20 οκάδες πατάτες. Μεγάλη υπόθεση. Κάναμε και μια εκδρομή στο Χαλάνδρι στο κτήμα ενός πελάτη της Αγροτικής που είχε βάλει πατάτες και πήραμε καμιά δεκαριά οκάδες. […] Έτσι επιζούμε, δεν χορταίνουμε. Πεινάμε πολύ κι εμείς τα στελέχη. Είμαστε πολύ απασχολημένοι. Δεν έχουμε χρόνο να ψάξουμε για τρόφιμα, ούτε φυσικά χρήματα για μαύρη αγορά. Οι τιμές είναι αστρονομικές τώρα. Για μερικούς τενεκέδες λάδι, πουλιούνται σπίτια. Πολλά μεσημέρια δεν μπορούμε να πάμε σπίτι. Τρώμε ό,τι βρούμε ή μένουμε νηστικοί”.
(Ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου
- Σχετικά μ’ αυτό και ο Θανάσης Χατζής στο βιβλίο του Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, Εκδόσεις Παπαζήση 1977, έχει σημειώσει: “Η αυτοσυντήρηση έχει γίνει κανόνας. Ο Έλληνας άρχισε να μην γνωρίζει τον Έλληνα. Ο φίλος τον φίλο. Οι οικογένειες σκορπούσαν. Οι δεσμοί τους χαλάρωναν. Οι σχέσεις τους χαλούσαν” (βλ. σελ. 147, αλλά και Ο Κόσμος της Ν. Φιλαδέλφειας, 16 Φεβρουαρίου 2021).
- Ανάλογο περιστατικό αναφέρει και η Έλλη Παππά στο βιβλίο της Μαρτυρίες μιας διαδρομής, Μουσείο Μπενάκη 2010, σημειώνοντας: “Καλοκαίρι του 1941. […] Η μάνα μου είχε πουλήσει το σπίτι της Κοκκινιάς, χτισμένο με χίλια βάσανα, για να πάρει ένα μικρό στη Ν. Φιλαδέλφεια και λίγο αλεύρι, φασόλια και λάδι, για να μην πεθάνουμε από την πείνα. Τα δελτία μας του ψωμιού ήταν ακόμη στην Κοκκινιά, έτσι μια φορά την εβδομάδα κατέβαινα στην παλιά μας γειτονιά για να πάρω μαζεμένο το ψωμί των δύο δελτίων μας – μισό καρβέλι! Το είχα τυλιγμένο σε εφημερίδα και περίμενα στη στάση της Πατησίων, για να πάω ως το τέρμα με το τραμ κι από εκεί με τα πόδια στο καινούργιο μας σπίτι στην άκρη της συνοικίας, πλάι στο ρέμα, μέσα σε μια αλάνα όπου φύτρωνε άφθονη η κάπαρη (κι όπου θαύμαζα τα ωραία λουλούδια της που πρώτη φορά τα έβλεπα!). Κρατούσα το ψωμί τυλιγμένο σ’ εφημερίδα, βέβαιη πως ήταν καλά καμουφλαρισμένο. Μα οι πεινασμένοι πιτσιρικάδες είχαν κιόλας ασκηθεί, οσμίζονταν από μακρυά πού υπήρχε ψωμί. Ένας – δωδεκάχρονος θα ήταν – πέρασε σαν αστραπή από μπροστά μου, άρπαξε το ψωμί μέσα απ’ τα χέρια μου κι έτρεξε προς την Πατησίων. Τον κυνήγησα” (βλ. σελ. 68).