Η Μαρία Καραβία είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας, είναι όμως και μια δικιά μας· κατοίκησε εδώ και φοίτησε στο Γυμνάσιο της Νέας Φιλαδέλφειας· ένας απ’ τους καθηγητές της, που τη σφράγισε θαρρώ, ήταν ο σεβαστός διακεκριμένος φιλόλογος Γιάννης Κωστανταράκης, από τους πρώτους κατοίκους της Νέας Φιλαδέλφειας…
Όσα ακολουθούν, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 1996. Τα υπέγραφε η Μαρία Καραβία και είχαν τίτλο «Μαγικά Δωμάτια».
«[…] δεν είναι παράξενο που δεν απασχόλησε ποτέ το «Αθηναϊκό Κέντρο» η πρόταση του συγγραφέα και χαράκτη Γιώργου Φαρσακίδη, να ιδρυθεί στη λεγόμενη συμπρωτεύουσα, σε κάποιο από τα ωραία παλαιά σπίτια της, που η «αντιπαροχή» καταπίνει με ταχύτατο ρυθμό, ένα Ιστορικό Μουσείο αφιερωμένο στη μελέτη του Παροικιακού Ελληνισμού. Για να μην ξεχαστούν οι συμπατριώτες μας που μεγαλούργησαν σε ξένους τόπους και να αξιοποιηθεί η πολιτιστική κληρονομιά των πέραν των συνόρων μας εθνικών εστιών. Το κατάλληλο Ίδρυμα, στον κατάλληλο χώρο, στην «πρωτεύουσα των προσφύγων», όπως ονόμασε τη Θεσσαλονίκη ο αξέχαστος Γιώργος Ιωάννου με την ευφυΐα και την ευαισθησία του.
Η ιδέα έχει όμως και συνέχεια. Και η συνέχεια, αν και είναι υπαγορευμένη από την νοσταλγία και την αγάπη, φέρνει αυτό το, για την ώρα, «φανταστικό μουσείο» πολύ κοντά στις πιο «προχωρημένες» επιστημονικές μεθόδους. Της Μουσειολογίας ειδικότερα, που τον επισκέπτη δεν τον θέλει πια θεατή μιας γυάλινης βιτρίνας, αλλά, περιπατητή ενός χώρου και μιας ατμόσφαιρας πραγματικής. Του ίδιου του σπτιού ενός συγγραφέα για παράδειγμα, του εργαστηρίου ενός γλύπτη ή ενός ζωγράφου που, από φωτογραφίες και περιγραφές καταβάλλεται κάθε προσπάθεια να παρουσιαστεί ακριβώς όπως ήταν.
Αστικά δωμάτια λοιπόν από αυτές τις αλησμόνητες πατρίδες, προτείνει ο Φαρσακίδης να δημιουργηθούν, αντί ψυχρών εκθεσιακών χώρων, χωρίς να εμποδίζεται ο ερευνητικός χαρακτήρας ενός τέτοιου Ιδρύματος. Και κάνει την πρώτη δωρεά, προσφέροντας ένα δωμάτιο αστικού ελληνικού σπιτιού της Οδησσού, από όπου κατάγεται. Έπιπλα εποχής, διακοσμητικά αντικείμενα, πορσελάνες, κρύσταλλα, ασημικά, προσωπικά μικροπράγματα, εργόχειρα. Και μια πλούσια βιβλιοθήκη με έργα Ρώσσων κλασσικών και παλαιές ελληνικές και ξένες εκδόσεις που ξεκινούν από τον 18ο αιώνα.
Έδιναν ιδιαίτερη σημασία στη μόρφωση οι άνθρωποι εκείνου του καιρού και οι έμποροι της Οδησσού ιδιαίτερα. Γι’ αυτό άλλωστε, και, εκτός από δωρεές και κληροδοτήματα, είχαν καθιερώσει και πάγια εισφορά, μερικά καπίκια σε κάθε σακκί σιτάρι που πουλούσαν, προίκα στην παιδεία.
«Θα μπορούσε, σκέπτεται ο πρώτος δωρητής, να αναβιώσει στο Μουσείο και κάποιο ανάλογο δωμάτιο σπιτιού της Αλεξάνδρειας, της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης, της Βράιλας, ή του Βουκουρεστίου. Εκεί που μας ταξίδεψε πρόσφατα το “Βλέμμα του Οδυσσέα…”».
Ο Γιώργος Φαρσακίδης προέρχεται από τον χώρο της αριστεράς. Είναι αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και έχει γνωρίσει όλους τους τόπους εξορίας, από την Μακρόνησο ως τον Αη Στράτη κι από τη Γυάρο ως τη Λέρο. Το καταστάλαγμα της πίκρας του πήρε τη μορφή διηγημάτων που κυκλοφόρησαν με τίτλο «Ποτέ τους δεν έγιναν είκοσι».
Ενώ, οι παιδικές αναμνήσεις του από την Οδησσό, έγιναν τρυφερό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, «Η πρώτη πατρίδα», που βρίσκεται ήδη στην τρίτη έκδοση. Αυτό που οραματίζεται ο συγγραφέας και χαράκτης για το Μουσείο της Θεσσαλονίκης με τα μαγικά δωμάτια, που θα μας ταξιδεύουν στο ύφος και το ήθος της παλαιάς αστικής ζωής, το δίνει ως ένα σημείο και με την εικονογράφηση του βιβλίου του. Οικογενειακές φωτογραφίες, μαθητικά στιγμιότυπα, χαρούμενες εκδρομές στις κοντινές εξοχές της Οντέσσας – το Μάλι και το Μπολσόι Φοντάν. Θαυμασμός μπροστά στα μεγάλα κτίρια της πόλης τα φορτωμένα ιστορία: το νεοκλασικό παλαιό Χρηματιστήριο, τις Σκάλες του Θωρηκτού Ποτέμκιν, την Όπερα σχεδιασμένη απ’ τους ίδιους αρχιτέκτονες που έχτισαν την Σκάλα του Μιλάνου και την Όπερα της Βιέννης. Οικειότητα με το μικρό σπιτάκι της Κράσνι Περιούλοκ, όπου έκαναν τις πρώτες συνεδριάσεις τους οι Φιλικοί, σπίτι που ανήκε στον πατέρα του Γρηγορίου Μαρασλή, τότε. Και στον δικό του πατέρα κατόπιν, όπως δείχνουν οι τίτλοι ιδιοκτησίας που έχει στην κατοχή του, δώρο κι αυτοί στο καινούργιο Μουσείο.
Οι αναμνήσεις δεν έχουν ιδεολογία. Δεν θέλουμε να θολώσουν, πολύ περισσότερο να χαθούν. Στην ίδια την Οδησσό, όπου χιλιάδες άνθρωποι εκτοπίστηκαν στη Σιβηρία την εποχή του σταλινισμού, η μνήμη που χτυπήθηκε σκληρά και κουρελιάστηκε στα δύσκολα χρόνια, νεκρανασταίνεται τώρα με συγκινητικό τρόπο. Παρά το οικονομικό αδιέξοδο και τις τραγικές ελλείψεις, ένα Μουσείο αντίστοιχο με αυτό που ονειρεύεται ο Φαρσακίδης, το Μουσείο «Κραϊεβέτσεσκι», συγκεντρώνει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού και είναι γεμάτο σχολιαρόπαιδα. Πλουτίζεται με φωτογραφίες, αντικείμενα, καρτ ποστάλ, προσωπικά μικροπράγματα φυλαγμένα με κίνδυνο ζωής, άλλοτε. Στις αίθουσές του, η πολυεθνική μαυροθαλασσίτικη πολιτεία, στην οποία ο Ελληνισμός διέγραψε λαμπρή τροχιά, ζωντανεύει ξανά.
Οι γυναίκες της έκαναν δακτυλίδι τη μέση τους και φόρεσαν καπέλα και δαντέλες, πάνε για ψώνια στο «Πασάζ», που αντανακλά την ομορφιά τους μέσα σε ροκοκό καθρέφτες, ή σεργιανάνε με τ’ αμάξια και το ιππήλατο τραμ στους κεντρικούς δρόμους που τους έχει φωταγωγήσει μόλις ο Δήμαρχος της πόλης Γρηγόριος Μαρασλής.
Στην Γκρετσέσκαγια, την οδό Ελλήνων, οι παλαιοί συμπατριώτες μας συζητάνε για τους ναύλους των πλοίων στο καφενείο «Η Κωνσταντινούπολις». Οι καινουργιοφερμένοι μετανάστες προσπαθούν να βρουν προσωρινή απασχόληση στο ελληνικό χαλβαδοποιείο Δουβαρτζόγλου, ανθούσα επιχείρηση που τις εποχές της νηστείας προμήθευε με χαλβά από ταχίνι εκατομμύρια ορθόδοξους πιστούς σε ολόκληρη τη Ρωσσία. Επιστήμονες, ηθοποιοί, προσωπικότητες της εποχής, έχουν φωτογραφηθεί από τον φωτογράφο Ιωάννη Αντωνόπουλο. Στη Σχολή Καλών Τεχνών, ποζάρει ανάμεσα στους μαθητές του, ο Έλληνας ζωγράφος Κυριάκος Κωνσταντής. Και τα παιδιά του καιρού εκείνου, με τα μεγάλα ονειροπόλα μάτια, μοιάζουν να κοιτάνε, απέναντι, τις τεράστιες φωτογραφίες του πολυκαταστήματος Πετροκόκκινου που γέμιζε τις βιτρίνες του παιχνίδια τέτοιον χριστουγεννιάτικο καιρό».
Προσθέτω ακόμα πως της δικιάς μας Μαρίας Καραβία είναι και το βιβλίο, «Οδησσός: η λησμονημένη πατρίδα», 198 σελ., σχήμα 30x21 εκ., εκδόσεις Άγρα 1998.
Κώστας Π. Παντελόγλου