Image

Η περίοδος 27 Απριλίου 1941 έως 12 Οκτωβρίου 1944 στη Νέα Φιλαδέλφεια .30

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Μια περιγραφή του τι βλέπει και ακούει κάποιος περπατώντας στους δρόμους της Πρωτεύουσας τον Φεβρουάριο του 1942 μάς τη δίνει σε φύλλο της η Βραδυνή, υπό τον πέλεκυ φυσικά της κατοχικής λογοκρισίας. Ας προσεχθεί ο υπότιτλος: “Ό,τι αξιοθέατον έμεινε στην πόλι”: “Από τότε που δεν έχουμε τραμ και βασιζόμεθα μόνον στα πόδια μας παύσαμε να χαζεύουμε στους δρόμους. Σ’ αυτό φυσικά συντελεί και το γεγονός ότι δεν υπάρχει τίποτα πια – ούτε στους δρόμους, ούτε στις βιτρίνες – άξιον χαζεύματος και οφθαλμικής ικανοποιήσεως. [… Και όμως να ξέρατε] πόσα ενδιαφέροντα και περίεργα πράγματα μπορούμε να δούμε και ν’ ακούσουμε, επιστρέφοντας στην κακιά συνήθεια του καλού καιρού! Ακολουθείστε μας σε μια περιοδεία … μετά χαζεύματος στους κεντρικούς και απόκεντρους δρόμους της πόλεως. Νομίζουμε πως θα σας δείξουμε πράγματα, που για σας, που πηγαίνετε στις δουλειές σας και στα … συσσίτια βιαστικά, θα είναι ίσως αποκαλύψεις! Πρωί-πρωί και τώρα ανοίγουν τα καταστήματα των Αθηνών. Με την διαφορά όμως ότι τα πιο πολλά ανοίγονται πια από μέσα, από υπαλλήλους που κοιμούνται σ’ αυτά. Πρωί-πρωί και τώρα αρχίζει η ζωή της πόλεως. Στην Ομόνοια, όπως άρχιζε και προ του Πολέμου. Με τους σαλεπιτζήδες στις τέσσερεις γωνίες των Χαυτείων και στις δυο γωνίες της οδού Αθηνάς. Με την διαφορά ότι οι σαλεπιτζήδες δεν προσφέρουν παξιμαδάκι ή κουλούρι αλλά … ένα ζεστό-ζεστό σαλεπάκι μ’ ένα τσιγαράκι κι όλ αυτά μονάχα με δεκαπέντε δραχμές. Ας ξεκουρασθούμε σε μια γωνίτσα. Μπροστά στο “Σινεάκ” επί παραδείγματι. Θα δούμε τον μικροσκοπικό πωλητή καραμελλών – το εμπόρευμά του το έχει αραδιασμένο όπως θα είχε τα στρατιωτάκια του σ’ άλλες εποχές – σ’ ένα μικρό … συρταράκι! Και κάθε τόσο μια να σκύβη και να μαζεύη καμμιά σταφιδούλα από κάτω, μια να γλείψη … τις καραμέλλες οτυ και να τις ξαναραδιάζη. Προσέξτε αν θέλετε τις καραμέλλες των πωλητών αυτών, οι μισές είναι σκούρες – αυτές που πέρασαν ένα χέρι τα χειλάκια του μικρού πωλητού – και οι άλλες ξανθές! Από την ίδια θέση παρακολουθείς τους διαβάτες. Όλοι είναι βιαστικοί, πλην των εχόντων ανάγκην κολατσιού, οι οποίοι σταματούν να αγοράσουν κανένα γλυκό ή σταφιδούλα. Οι περισσότεροι κρατούν στο χέρι και το τσουμπλέκι τους για το συσσίτιο. Όλοι σχεδόν βγάζουν μάτσο τα χαρτονομίσματα, όπως και ο πωλητής όταν πρόκειται να δώση ρέστα. Κάθε τόσο, εμφανίζεται και ένας με αμέτρητα φραγκιδίδραχμα. Προϊόν της επαιτείας του. Τα ακουμπά όλα στα παστέλια και τα σκαλτσούνια που είναι η κυριωτέρα των τροφών του. Από την ίδια θέσι “στήνουμε αυτί” και μαθαίνουμε τα των κερδών των υπαιθρίων πωλητών. Ο μικρός πωλητής σταφίδος κερδίζει 800-1000 δραχμές την ημέρα. Όταν δεν υπήρχε … συναγωνισμός στη δουλειά – “χάλασε τώρα η δουλειά από τους έξυπνους που πέταξαν το χαρτί από τα φλυτζανάκια” – κέρδιζε και 1200-1500 δραχμές την ημέρα. Κι αγόραζε ένα καρβέλι κάθε ημέρα. Τώρα το αγοράζει ημέρα παρ’ ημέρα. Ο πωλητής των γλυκών κερδίζει πολλά περισσότερα. Αυτός όμως έχει μόστρα. Μαγαζί δηλαδή, που του αφήνει καθαρά και 5000 δραχμές. Χίλια γλυκά να πουλάη, να τα πέντε χιλιάρικα. Αλλά η … επιχείρησις έχει και συνέταιρο. Ας είναι όμως. Αν τα καταφέρνουν και κάνουν μόνοι τους γλυκά, το κέρδος θα διπλασιασθή. Να τώρα τι ακούμε … χαζεύοντας στους δρόμους: – Τι να κάνω. Παίρνω πενήντα γλυκά. Πουλάω τα σαράντα και το κέρδος, τα δέκα … τα τρώω! – Άκου δω. Τα ρεβύθια γίνονται ωραία πίττα ή κέικ. Τόσο σταφίδα, τόσο νερό, τόσο κανέλλα… – Τι ήθελα να είχα τώρα; Τίποτα! Μια μπουκάλα μπύρα, μια ρώσικη σαλάτα, δυο τρία λουκάνικα Φραγκφούρτης και … τίποτε άλλο! – Τζάνεμ’ ηγόρασε ο Τζωρτζίκος μας σπίτι τριάμισυ κατομύργια. Μα είναι σαράι τζάνε μ’! Έχει και πόρτες … που τσουλάνε!! – Πόσο το δίνεις την οκά; Τριάντα έξη είπες; Εν τάξει. Δηλαδή τρεις εξακόσιες! – Βρε παιδί μου, χθες ήλθα από το χωριό. Να σου πω, θαρρώ πως όλη η Αθήνα … βρωμάει σουσάμι!!! Αυτά κι άλλα πολλά βλέπει και ακούει κανείς στους δρόμους της Αθήνας” / υπογραφή Ν.ΚΑΠ. (βλ. το φύλλο της 16ης Φεβρουαρίου 1942, σελ. 4).

Στην εικόνα της Πρωτεύουσας όπως τη δίνει η Βραδυνή υπό Κατοχική λογοκρισία, που δεν επιτρέπει ωστόσο την παρουσίαση όλων των όψεών της, μπορεί να προστεθεί και ο φωτισμός άλλων πλευρών από χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη που δημοσιεύθηκε στην Πρωΐα στις 15 Φεβρουαρίου 1942, την προηγούμενη μέρα της δημοσιεύσεως της Βραδυνής, όπου σημειώνονταν και τα ακόλουθα: “… οι λαϊκές αγορές βρήκανε την φυσικώτερη θέση τους. Από τις άκρες της πολιτείας, […] κατεβήκανε στις πλατείες και τα σταυροδρόμια μας κι εγκατασταθήκανε μονίμως. Ενώ δηλαδή πρωτύτερα οι λαϊκές αγορές λειτουργούσανε μια φορά την βδομάδα κι αποτελούσανε ένα περιοδικό πανηγύρι για κάθε συνοικία, τώρα λειτουργούν χωρίς κανένα διάλειμμα όλες τις ημέρες ακόμα και τις Κυριακές, κι έτσι το πανηγύρι είναι παντοτινό και η υπηρεσία που προσφέρουν στο κοινό καθημερινή και προ παντός εύκολη. Γιατί οι πλατείες αποτελούν τα κέντρα των συνοικιών κι είναι απάνω στο πέρασμα όλων των κατοίκων της περιοχής. […] Οι νέες λαϊκές αγορές δεν τελειώνουν όπως οι παλιές εβδομαδιάτικες, το μεσημέρι. Δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ. Διαρκώς η πραμάτεια ανανεώνεται. Καταφθάνουν κάθε τόσο κάρα, χειράμαξες, γαϊδούρια φορτωμένα. Κι έτσι δεν είναι ανάγκη να βιάζεται κανείς να ψωνίσει μήπως δεν βρει αργότερα. Η βιάση χρειάζεται όταν έρθει κανένα “καλό” πράμα – εννοώ καλό το δυσκολοεύρετο ή το καλής ποιότητας, όπως π.χ. μπρόκολα σφιχτά, μεγάλα και μπλάβα και ολόφρεσκα. Οι αγορές αυτές εκτείνονται και στους πλαγινούς δρόμους. Τόσο πολλοί είναι οι “έμποροι” και το εμπόρευμα! Και να τι βρίσκει κανείς σ’ αυτήν την … Βαβυλωνία: Ξύλα άφθονα, χόρτα άγρια, πορτοκάλια, λεμόνια, σκόρδα, καρότα, σέλινα, σπανάκι, άνηθο, μαϊντανό, λάχανα, κουνουπίδια, μπρόκολα, παντζάρια (αυτά πού και πού), μαρουλάκια, κρεμμυδάκια φρέσκα, πράσα, κι αυτά τα κλωστοποιημένα νερά: τις λαχανίδες! Μαζί μ’ αυτά, παστέλια, τσιγάρα, κορδόνια για τα παπούτσια, τσάι του βουνού, φασκόμηλο, βελόνες, σκονάκια λογής-λογής και … λιβάνι! Οι περισσότεροι πουλούνε την πραμάτεια τους μέσα από τα καροτσάκια. Άλλοι στρώνουνε τσουβάλια κι απλώνουν απάνω ό,τι δεν μπορεί ν’ απλωθεί απευθείας στις πλάκες του πεζοδρομίου ή στην άσφαλτο (όπως π.χ. συχνά τα λεμονοπορτόκαλα) και σχεδόν όλοι βοηθούνται στη δουλειά τους από τα παιδάκια τους, κυρίως κοριτσόπουλα, που καταφθάνουν πολύ πρωί για να καταλάβουνε θέση. Είναι η πρωτοπορία των γονιών τους. Κάτω από την δεντροστοιχία της πλατείας (όταν η πλατεία έχει … τοιαύτην) στέκονται ακίνητα τα γαϊδουράκια μύτη με μύτη, ακίνητα ώρες, σαν την πέτρα, σύμβολα της αγροτικής ειρήνης. Απάνω στα σαμάρια φέρανε την άνοιξη. Και πραγματικά, δίπλα τους ένας ανθοπώλης έπιασε όλο το πεζοδρόμιο με ένα σωρό κλαριά από ανθισμένες αμυγδαλιές, με μπουκέτα βιολέτες, ζουμπούλια, ναρκίσσους κι ο ήλιος ανάμεσα από τα γυμνά ή φυλλωμένα δέντρα αγκαλιάζει την αγορά και δεν ξέρεις αν είναι λαϊκή αγορά ή τα Ηλύσια Πεδία. Αλλά πέρα από την ποιητική φαινομενικότητα, πίσω από τα λουλούδια και πάνω από τον ήλιο λάμπει η μόνη ακατάλυτη πραγματικότητα, η ξύγκικη ζυγαριά, που τα φαρμακώνει όλα. Αλλά γι’ αυτήν άλλοτες”.

Πιστός στην υπόσχεσή του ο Κώστας Βάρναλης έγραψε για την ξύγκικη ζυγαριά, μια ακόμα πλευρά της ζωής στην Κατοχική Πρωτεύουσα, στο χρονογράφημά του με τίτλο “Το φάσγανον”, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Πρωΐα στο φύλλο της της 26ης Φεβρουαρίου 1942, απ’ όπου και όσα καταχωρώ παρακάτω: “Πάνω από τα κεφάλια μας αιωρείται κάθε μέρα από τα χαράματα ως την νύχτα, από την μια άκρη της Αθήνας και των Περιχώρων ως την άλλη, το μπρούτζινο φάσγανον της ζυγαριάς. […] Όλοι πληρώνουμε τον φόρο του αίματος σ’ αυτό το απαίσιο φάσγανον. Η αριθμητική βρέθηκε για να λαθεύει ο άνθρωπος στους λογαριασμούς του, η λογική για να παραλογίζεται, κι η ζυγαριά για να κλέβει. Σχεδόν όλοι οι υπαίθριοι πουλητάδες ζυγιάζουνε ξύγκικα. Είτε άγρια χόρτα, είτε λαχανικά, είτε ξύλα, είτε κάρβουνα αγοράσεις από τον υπαίθριο πουλητή, που στήνει το “λημέρι” του στις “λαϊκές αγορές” των διαφόρων πλατειών ή φέρνει βόλτα τα σοκάκια των εξωτερικών συνοικιών, θα πληρώσεις μιαν οκά και θα πάρεις τριάντα ή σαράντα δράμια λιγώτερα. Ο φτωχόκοσμος και οι μικρονοικοκυραίοι, που αγοράζουνε με τα λίγα τους λεφτά τα “είδη πρώτης ανάγκης”, δνε τα πληρώνουνε μονάχα ακριβά, παρά πληρώνουνε και τα “κεφαλιάτικα” της κλεψιάς στο ζύγι. Ποτές ταχυδακτυλουργός δεν πήρε το ρολόγι του θεατού “στ’ αστεία” με τόσην επιτηδειότητα με όσην ψειρίζει “στα σοβαρά” το πορτοφόλι του αγοραστού ο υπαίθριος μικροπωλητής. […] Γενικά κανένας υπαίθριος πουλητής και κυρίως απ’ αυτούς που λυμαίνονται τους συνοικιακούς δρόμους, δεν δέχεται να ζυγιάσει ο αγοραστής το ψώνιο του σε δική του ζυγαριά. – Δεν πουλάμε, είναι η απάντησή τους. Δεν είναι πολύ δύσκολο να στηθεί σε κάθε πλατεία, όπου λειτουργούν λαϊκές αγορές, μια αυτόματη ζυγαριά μ’ έναν αστυφύλακα δίπλα. Θα ήτανε η μεγαλύτερη προστασία των φτωχών αγοραστών” (βλ. και τα δύο χρονογραφήματα του Βάρναλη και στα: 1) Κώστας Βάρναλης, Χρονογραφήματα. Φέιγ Βολάν της Κατοχής, επιλογή εισαγωγή επιμέλεια Γιώργος Ζεβελάκης, Εκδόσεις Καστανιώτη 2007, σελ. 139-141 και 142-144 και 2) Κώστας Βάρναλης, Αττικά. 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική, φιλολογική επιμέλεια-κείμενα Νίκος Σαραντάκος, Εκδόσεις Αρχείο 2016, σελ. 174-175 και 175-176).

(Ακολουθεί συνέχεια)

Κώστας Π. Παντελόγλου