Μένει να δούμε πώς ο Κώστας Παράσχος στο έργο του Η Κατοχή (Εκδόσεις Ερμής 1973) συμπληρώνει την εικόνα της Κατοχικής Πρωτεύουσας, γράφοντας για τα καροτσάκια τα ακόλουθα: “Τα καροτσάκια κατάφεραν να εξυπηρετήσουν πολύ τις ανάγκες στην Κατοχή. Ένα απλό ξύλινο κασόνι, δύο μικρές σιδερένιες ρόδες, δύο καδρόνια στα πλάγια και το όχημα ήταν έτοιμο. Η φράση “καρότσι για μεταφορές” ακουγόταν σ’ όλους τους δρόμους. […] Οι πιάτσες τους βρίσκονταν σε όλα τα κεντρικά σημεία, χωρίς να εξαιρούνται η Ομόνοια και το Σύνταγμα. Τα χρησιμοποιούσαν για μεταφορές αντικειμένων, για μεταφορά ενός ή δύο ατόμων με βαλίτσα, για μικρεμπόριο, ακόμη και για κηδείες, στις οποίες συχνά δεν υπήρχε και φέρετρο. Έβλεπες τότε τους νεκρούς με τα χέρια σταυρωμένα κουφάρια πάνω στο καρότσι, χωρίς ούτε καν σάβανο. Ακολουθούσαν ο παππάς και οι συγγενείς. […] Ποιος θα είχε το κουράγιο να φωτογραφήσει;” (βλ. ο.π. 107) – 9 φωτογραφίες εικονοποιούν την ενότητα “Καροτσάκια” του έργου Η Κατοχή του Κώστα Παράσχου. Ανάμεσά τους α) Τα καροτσάκια περιμένουν πελατεία στην πλατεία Ομονοίας β) γ) Καροτσάκια φορτωμένα διασχίζουν την πλατεία Ομονοίας δ) πολυφορτωμένο καροτσάκι διέρχεται μπροστά από το ξενοδοχείο της “Μεγάλης Βρεταννίας” ε) Στο τέρμα της οδού Πατησίων προ του θερινού κινηματογράφου “Καμέλια”.
Τα καροτσάκια και τη Νέα Φιλαδέλφεια πατούσαν και διέσχιζαν κατά την Κατοχή, πολύ περισσότερο που φόρτωναν καύσιμη ύλη για μαγείρεμα και θέρμανση πελεκώντας το Δάσος της ξένοι και κάτοικοι. Μια εκφραστικότατη φωτογραφία σχετική σώθηκε από τότε, τον χειμώνα του 1941, και βραβεύτηκε σε φωτογραφική έκθεση του Μορφωτικού Συνδέσμου της πόλης μας επί προεδρίας του Βασίλη Αποστολίδη (1969-1971) – η φωτογραφία αυτή, που εικονίζει κάτοικο της πόλης μας να σέρνει το καροτσάκι του φορτωμένο με ξύλα (κλαριά κυρίως) στην οδό Βρυούλων, δημοσιεύθηκε στο Λεύκωμα της Αναζήτησης για τα 50 χρόνια της Νέας Φιλαδέλφειας 1927-1977, που κυκλοφόρησε στις 30 Μαρτίου 1977 (βλ. σελ. 37). Δημοσιεύθηκε και στην έκδοση του Γεωργίου Κ. Κακάτσου Πορεία Μέσα στον Χρόνο – Νέα Φιλαδέλφεια Νέα Χαλκηδόνα, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1997 (βλ. σελ. 121). Τα καροτσάκια γνωρίσαμε κι εμείς παιδιά τα μεταπολεμικά χρόνια. Ως και τη δεκαετία του ‘50, αποτελούσαν μια πραγματικότητα κυρίως γύρω από τη βδομαδιάτικη λαϊκή αγορά, που λειτουργούσε στην οδό Αδριανουπόλεως (νυν Νικολάου Τρυπιά), από το πλάι του ανοικτού γηπέδου του “Ιωνικού” και πέρα.
Τα καροτσάκια τίμησε και η εφημερίδα Η Βραδυνή, με τρίστηλο δημοσίευμά της στη 2η σελίδα του φύλλου της 16ης Φεβρουαρίου 1942, το οποίο φέρει την υπογραφή Β. και πλαισιώνεται από τρία σκίτσα του Ευάγγελου Τερζόπουλου. Στο δημοσίευμα αυτό, που εντάσσεται στη σειρά δημοσιευμάτων με θέμα “Η Πρωτεύουσα όπως είναι σήμερα”, σημειώνονται και τα παρακάτω: “[…] Σε κάθε πλατεία και σε κάθε γωνιά, μπροστά σε οποιοδήποτε μπακάλικο ή σπίτι, στη λεωφόρο ή στον γειτονικό δρομάκο, υπάρχει, περνά, βασιλεύει, κυριαρχεί το καροτσάκι. Ένα καροτσάκι νέο, ιδιότυπο, που δεν έχει καμμιά σχέσι με το παλιό. Ένα κασσόνι με δυο ρόδες. Αυτό είναι το νέο καροτσάκι. Κάθε κατασκευαστής του – είναι άπειροι αυτοί που φτιάνουν το νέο μεταφορικό μέσο – έχει βάλει πάνω του την προσωπική του σφραγίδα. […] Το βλέπετε και καταλαβαίνετε αμέσως ότι είναι προϊόν της ανάγκης, γέννημα της στιγμής. Χτυπούν στο μάτι τα ξύλα του. Κάποια κάσα από τα πέρατα του κόσμου είχε φθάσει κάποτε στον Πειραιά. Πέρασε το Τελωνείο και κατέληξε στην αγορά ή στην αποθήκη του μπακάλη. Απ’ εκεί την πήρε ο μικρός, βλέπετε επάνω της τα ξενικά γράμματα Pireus Griechenland. Η ματιά σας πέφτει στις ρόδες ενός άλλου καροτσιού που κατρακυλά δίπλα σας την οδό Ιπποκράτους, χωρίς ν’ αφήνει τον παραμικρό θόρυβο. […] Οι δυο ρόδες του είναι από καουτσούκ. Τι πολυτέλεια και τι μεγάλες! Βγαίνουν έξω από το κασσόνι. […] Δεν κάνατε μήτε δυο βήματα και σαν να κατρακυλάνε προς το μέρος σας κομμάτια βράχοι. […] Έρχεται με βιασύνη. Τρέχει κατρακυλά. Θορυβούν οι ρόδες, βουΐζει το κασσόνι, αναστενάζει. Τραβιέστε πέρα να μην σας πατήσει και γυρίζετε πίσω σας να ιδήτε. Το δίτροχο κασσονάκι κουβαλά δύο … επιβάτες. Βρέχει και ο ένας απ’ αυτούς καθισμένος οκλαδόν σαν γνήσιος Ανατολίτης κρατά στα χέρια του μια ομπρέλλα. Ο άλλος, ο νεαρός, τον οδηγεί όρθιος. Έχει προσθέσει ένα τρίτο μικρό τροχό προς το πίσω μέρος και πάνω απ’ αυτόν ένα σανίδι για να πατά. Το ένα πόδι του ακουμπά πάνω στο σανίδι, το άλλο κρέμεται στον αέρα για να ζυγίζη και να κρατά την ισορροπία. Κυλάνε έτσι τον κατήφορο μια χαρά… Ένα αληθινό ταξάκι είναι αυτό το δίτροχο. Ταξάκι θαύμα. Αλλά μόνο για τον κατήφορο. Αντίετη είναι η εικόνα στους ανηφορικούς δρόμους. Το μικρό βρώμικο κασσονάκι, φορτωμένο την σταφίδα “του μπακάλη του γειτονικού”, ασθμαίνει σαν το “θηρίο” της Κηφισιάς. Και το μικρό μπακαλόπαιδο μαρτυρεί να το σπρώξη λίγο ακόμα και λίγο ακόμα στην ατέλειωτη ανηφόρα της λεωφόρου Αλεξάνδας. Λίγο πιο πίσω άλλο κασσονάκι κουβαλά τα τρόφιμα του ευτυχισμένου συμπολίτη, που αν κρίνη κανείς από την συσκευασία τους, έρχονται από την επαρχία. Με πόση υπερηφάνεια αλλά και με πόση καχυποψία παρακολουθεί ο κάτοχος αυτά τα πολύτιμα τρόφιμα και τον μικρό που σπρώχνει το καρότσι. Κάθε καθυστέρηση είναι και μια αγωνία, κάθε αδιάκριτο μάτι του διαβάτη και μια βαθειά υποψία. Είναι μια λύσι τα καροτσάκια και να μην τα περιφρονούμε. Μας εξυπηρετούν τα κασσονάκια και το ξέρουν καλά οι κάτοχοί τους. Γι’ αυτό και ζητούν κάτι παραπάνω από το “κανονικό”. Από την Κολοκυνθού στο Τέρμα Αμπελοκήπων 600 δραχμές… Από την Ομόνοια στο Κουκάκι … 400. Και παρακάτω ένα χιλιάρικο! Όποιος έχει δίνει…”.
Είναι εδώ θαρρώ η θέση για να αναφερθώ σε έγνοιες, σκέψεις, φροντίδες για τα παιδιά σε συνθήκες επισιτιστικής κρίσης στην Κατοχική Πρωτεύουσα. Κάνω μιαν αρχή με ημερολογιακές σημειώσεις της Ιωάννας Τσάτσου, αδελφής του Γιώργο Σεφέρη, διπλωμάτη και ποιητή βραβευμένου με βραβείο Νόμπελ, συζύγου του Καθηγητή, πολιτική και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, παρμένες από το βιβλίο της Φύλλα Κατοχής, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Γ’ έκδοση 1976: “26 Νοέμβρη 1941. Τι θα τις κάνουμε τις μητέρες; Τις βλέπω κάθε μέρα και απελπίζομαι. Είναι τόσες οι ανάγκες τους και ό,τι προσφέρομε είναι ελάχιστο. Σήμερα πάλι ήρθαν όλες στην οδό Βύρωνος [στο γραφείο μας του Εθνικού Οργανισμού Χριστιανικής Αλληλεγγύης (ΕΟΧΑ)]. Η Δέσποινα Τατσιόγλου με τα τέσσερα παιδιά και τον μικρό τον Στράτο δύο χρόνων. Η Άρτεμις Θεοφίλου κι αυτή με τέσσερα παιδιά, τα δύο τελευταία μωρά. Κλαίει με απόγνωση γιατί συμπλήρωσαν τα δυο τους χρόνια και χάνουν το γάλα του Ερυθρού Σταυρού. Η Τραμουντάνα, που έχασε τον άνδρα της στη “Σωτηρία”, με τα πονεμένα της μάτια και την αρρωστιάρικη λαχτάρα για τα δύο αγοράκια της. Η Παναγάτου που το παλληκάρι της, είκοσι χρόνων πέθανε από οιδήματα κι έτρεμε για τα άλλα τρία μικρότερα. Η Μαγουλιανού με τ’ όμορφο αγοράκι της, που το σφίγγει διαρκώς στην αγκαλιά της, λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα το σώση απ’ το κακό. Η Νανάκη, πεντακάθαρη πάντα, με τα τρία μωρά της. Και άλλες, και άλλες και αναρίθμητες άλλες. Θεέ μου, να ζήσουν τα παιδιά, να μην πεθάνη κανένα”. – “2 Δεκέμβρη 1941. Επί τέλους κατορθώσαμε να ανοίξομε το συσσίτιο της Πλάκας στην οδό Θουκυδίδου. Προσλάβαμε για μαγείρισσα μια καθαρή και τίμια Πλακιώτισσα, την Στέλλα Κάπου. Είναι καλή με τα παιδιά. Χαίρεται να τους ξαναγεμίζη το πιάτο τους”. – 20 Δεκέμβρη 1941. “Ήρθαν να με δουν η Λένα Ζάννα και η Άλεξ Μυλωνά. Έχουν μια καλή ιδέα. Να κάνωμε μια Κίνηση μέσα στα πλαίσια της Αρχιεπισκοπής και να ζητούμε από κάθε Ελληνικό σπίτι να δίνη ένα πιάτο φαγητό στο ίδιο πάντα παιδάκι που θα του χτυπά κάθε μεσημέρι την πόρτα[efn_note]Την Κίνηση αυτή την ονομάσαμε “Ζωή στο Παιδί”. Η κεντρική επιτροπή απαρτίζονταν από τις κυρίες: Ρίτα Λιάμπεη γραμματέα, Ειρήνη Τσιμπούκη, Άλεξ Μυλωνά, Έλση Χρυσικοπούλου και τις τότε δίδες Λένα Ζάννα, Μιράντα Οικονόμου, Πανδώρα Παπαδάτου , Μαρίκα Σαράντη συμβούλους και πρόεδρο την Ιωάννα Τσάτσου[/efn_note]. Αμέσως χωρίς αργοπορία καταστρώσαμε το σχέδιο και ζητήσαμε να δούμε τον Αρχιεπίσκοπο [Δαμασκηνό]”. – “12 Φλεβάρη 1942. Η “Ζωή στο Παιδί” είναι ευεργετική για τα λίγα μικρά, σχεδόν δυο χιλιάδες που τοποθέτησε σε σπίτια τα μεσημέρια. Αφήνω που οι περισσότερες οικογένειες τάχουν πονέσει και τα φροντίζουν σαν δικά τους. Η Στέλλα, η μαγείρισσα του συσσιτίου, τους φυλάει το μεσημεριανό φαγητό τους και τους το δίνει το βράδυ. Με όλο το κρύο και την πείνα τα παιδιά της Πλάκας είναι γερά” (Για τις ημερολογιακές σημειώσεις 26.11.1941, 2.12.1941, 20.12. 1941 και 12.2.1942 βλ. αντίστοιχα σελ. 28-29, 30, 31-32 και 39).
(Ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου