Image

Από τη Σμύρνη στη Μασσαλία

12
λεπτά ανάγνωσης

Με τραβούσε από παλιά η Μασσαλία. Από τότε ακόμα που μάθαινα την αγαπημένη γλώσσα στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, στην οδό Μασσαλίας, μεταξύ Διδότου και Σόλωνος. Αργότερα, η ιδέα της άρχισε να αναδύεται σε ανύποπτα κείμενά μου, που προορίζονταν για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας αυτή τη φορά. Ένιωθα μια ανεξήγητη συγγένεια μ’ αυτή την πόλη-λιμάνι του γαλλικού νότου, τη μυθική για μένα Μαρσίλια του ποιητή Νίκου Καββαδία. Μόνο όμως όταν άρχισα να το παίρνω απόφαση για τα καλά πως θα πήγαινα εκεί, κάθισα να διαβάσω γι’ αυτήν. Όχι ιδιαίτερα τα τουριστικά, αφού δε θα πήγαινα σαν τουρίστρια, μα για να ζήσω λίγη ζωή μου εκεί…

Ήταν στην αρχή του κόβιντ, αρχές καλοκαιριού, κι έτσι τα περισσότερα δημοσιεύματα αφορούσαν αυτό το θέμα. “Τόσα τα κρούσματα στη φωκαϊκή μας πόλη” ή “Ανοίγουν σε λίγο οι terraces (τα υπαίθρια εστιατόρια και καφέ) στη φωκαϊκή μας πόλη”, έτσι έγραφαν οι ανακοινώσεις του Δήμου της Μασσαλίας και άλλα διαδικτυακά δημοσιεύματα. Μου έκανε εντύπωση που την αποκαλούσαν ” Cité phocéenne“, “φωκαϊκή πόλη” με τόσο φυσικό τρόπο τόσο πολλά άρθρα. Βρε λες να έχουν συνείδηση της καταγωγής τους; Σκεφτόμουν. Το γεγονός αυτό έκανε τη συγγένεια με την πόλη ακόμη εντονότερη, ιωνική αποικία η Μασσαλία, μικρασιάτισσα κι εγώ, μια πλευρά απ’ την Κωνσταντινούπολη και τρεις ολόκληρες από τη Σμύρνη η καταγωγή μου. Και στα 69 χιλιόμετρα απ’ τη Σμύρνη βρίσκεται η Φώκαια – για την οποία έχουμε γράψει στον Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας – η μητρόπολη της Μασσαλίας. Οι κάτοικοί της, δεινοί ναυτικοί, αποίκισαν τον 6ο αιώνα π.Χ. και άλλες πόλεις, όπως η Λάμψακος στον Ελλήσποντο, η Ελέα στην Κάτω Ιταλία, η Αλαλία στην Κορσική, το Εμπόριον στην Καταλονία, κοντά στη σημερινή Βαρκελώνη. Η Φώκαια, που το 1914 γνώρισε μια μεγάλη καταστροφή, πριν από εκείνη της Σμύρνης του ’22, η οποία καταγράφηκε από το φακό του γάλλου μηχανικού και αρχαιολόγου Félix Sartiaux1. Η σημερινή Foça, όπως έμαθα πως λέγεται σήμερα από μαθητές μου, πολιτικούς πρόσφυγες από κείνα τα μέρη.

Στη Μασσαλία, λοιπόν. Θα σου ταιριάξει, μου είχε πει η Ανούκ, η αγαπημένη φίλη από τη Nice, τη γειτονική Νίκαια. Και βρέθηκα στους δρόμους της, τόσο γνώριμους κι όμως καινούργιους. Και είδα τους ανθρώπους. Περπατούσα κι έβλεπα, όχι χωρίς  ταραχή, τις γιαγιάδες στις παλιές γειτονιές να μου θυμίζουν τις δικές μου γιαγιάδες. Οικείες οι φιγούρες κι οι φυσιογνωμίες, μια εμφάνιση που συνδυάζει την αστική απλότητα και την κομψότητα μαζί που γνώρισα στις γυναίκες της Σμύρνης, εκείνες που δε ζουν πια παρά στη θύμησή μου: η θεία η Αθηνά, η θεία η Ευαγγελία, η θεία η Ελισσάβετ, οι μεγάλες – και οι νεότερες, η νονά, η γιαγιά η Λία, η γιαγιά η Μαρίτσα. Αργότερα έμαθα πως αρκετοί πρόσφυγες από τη Μικρασία και τα νησιά του Αιγαίου κατέφυγαν στη Μασσαλία ήδη πριν το 1922. Πολλοί ήταν και οι Έλληνες που πέρασαν, μεγάλωσαν ή ρίζωσαν σ’ αυτή, κι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ιστορία της πόλης. Στο νου έρχονται ακόμη ονόματα όπως του Παύλου Μελά που εκεί γεννήθηκε ή του Γιάννη Ψυχάρη, που εκεί εγκαταστάθηκε αρχικά με την Κωνσταντινοπολίτισσα γιαγιά του. Μα κι ένας καλλιτέχνης των νεότερων χρόνων, ο κομψός Αλεξανδρινός Ντίνος Ηλιόπουλος του ελληνικού σινεμά και θεάτρου, πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια στη Μασσαλία. Όμως για τη βαθιά συγγένεια που ένιωσα δεν ήταν απαραίτητη θαρρώ άλλη κοινή καταγωγή από κείνη της Μεσογείου…

Μετά ήρθε η κουζίνα. Και να ‘ναι το aïolì, «το πιο γνωστό τοπικό μας πιάτο» που μου διαφήμιζαν ο αλγερινός ταβερνιάρης με το γιο του, μπακαλιάρος σκορδαλιά. Κι όλη αυτή η μεσογειακή κουζίνα, απ’ τις μελιντζάνες ως τα γεμιστά, με ελαφρές παραλλαγές. Οι φούρνοι πια, με τις λιτές navettes, τα μαρσεγιέζικα κουλουράκια σε σχήμα βαρκούλας, τα calissons, τα αμυγδαλωτά τους που μυρίζουν Κυκλάδες ή τα γλυκάκια τους τα μεσογειακά με το κουκουνάρι, να σε προκαλούν. Κι ολόγυρα αυτή η πολυπολιτισμική κοινωνία που με τραβούσε από παλιά, υπενθύμιση λες της κοσμοπολίτικης Σμύρνης των αφηγήσεων, μα και της δικιάς μας της Αθήνας, που έχει μπει καιρό πια τώρα σ’ αυτό το κλίμα.

Δεν επισκέφτηκα πρώτα τα μουσεία. Οι φίλοι της Ανούκ με πήγαν το πρώτο κιόλας πρωινό, τέλη Αυγούστου, προτού ανοίξω καλά-καλά τα μάτια μου και πριν προλάβω να δω την πόλη στο φως, στον… τρύγο! Διασχίσαμε τη φύση της Προβηγκίας και βρεθήκαμε στα χωριά της. Και μετά σε κείνο το αγρόκτημα με το αρχοντικό στο γλυκό κίτρινο-πορτοκαλί της ώχρας. Και μαζέψαμε με κέφι, όσο και πειθαρχημένα, ποικιλίες σταφυλιών που άκουγα για πρώτη φορά, και τραγουδήσαμε δουλεύοντας, και καθίσαμε στην πλακόστρωτη αυλή στα μεγάλα μακρόστενα τραπέζια, τσιμπώντας γαλλικά τυριά και ρατατούιγ, το δικό τους μπριάμ, σε κομψά πορσελάνινα πιάτα, δοκιμάζοντας παράλληλα κρασιά από προηγούμενες χρονιές με την όπισθεν: αυτό είναι του 2019, αυτό του 2017, αυτό του ’16. Μια πρωτότυπη συλλογική κουζίνα, και μια αλληλέγγυα διαδικασία: τους αμπελώνες αυτούς προσπαθούσε να τους αναβιώσει τα τελευταία χρόνια μια κοπέλα που εγκαταστάθηκε στο αγρόκτημα κι οι φίλοι έδιναν ένα χεράκι. Είχαμε φύγει με κάτι μεγάλα μπουκάλια χυμό σταφύλι στα χέρια και με κείνο το αίσθημα της πληρότητας που σου χαρίζει η κοινή προσπάθεια, που τόσο μας είχε λείψει τους πρώτους, μοναχικούς μήνες της καραντίνας.

Το να πάρω μέρος στον πρώτο τρύγο της ζωής μου, είχε για μένα διπλή σημασία – η Σμύρνη είναι που ξεφυτρώνει πάλι εδώ, κι ο Μπουτζάς της με τ’ αμπέλια του παππουλή μας, που μόνο ακουστά τα έχω μια και ποτέ μου δεν τ’ αντίκρυσα. Κι ο μαθητής μου στο μάθημα των ελληνικών, ο χαμογελαστός Μελίχ, ιστορικός, απ’ τον Μπουτζά κι αυτός όπως ανακαλύψαμε γύρω από ένα άλλο τραπέζι κάπου στα Εξάρχεια, που κάθε χρόνο ανεβάζει φωτογραφίες με τα μπουκάλια το κρασί από τ’ αμπέλια της οικογένειάς του. Πορείες που διασταυρώνονται, πιθανές ζωές. Οι τόποι της ζωής μας.

Πίσω λοιπόν στη Μασσαλία. Κι ύστερα ήρθαν οι δρόμοι… ανηφοριές και κατηφοριές. Γεμάτη αντιθέσεις η πόλη του Ζιντάν και του Μορίς Μπεζάρ. Καινούργιο και παλιό, φτώχεια και πλούτος παραταγμένα τόσο δίπλα που το νιώθεις, η πόλη αυτή βράζει εξέγερση. «Αλλά η Μασσαλιώτιδα ξανάδωσε τη λευτεριά, κι η ανατολή έγινε πάλι κόκκινη», έγραφε η Λουίζ Μισέλ, η ηρωίδα της γαλλικής Κομμούνας που άφησε την τελευταία της πνοή στη Μασσαλία. Τ’ όνομά της ανακάλυψες τυχαία σε μια πλάκα στον τοίχο μιας παλιάς πανσιόν της λεωφόρου Αθηνών, της κεντρικής «Boulevard dAthènes», καθώς κατέβαινες από το σταθμό του SaintCharles – γυρίζοντας μια μέρα από το γειτονικό αριστοκρατικό Αιξ του Σεζάν. Κι από τη λεωφόρο Αθηνών προς την Canebière, «τη μεστή από κόσμο Κανναμπιέρα» του Νίκου Καββαδία, πριν καταλήξεις στη θάλασσα, όπου όλα καταλήγουν…

Και όλα σε θυμίζουν: το γαλάζιο του ουρανού, το πεύκο, το κλήμα, η ελιά, οι λεμονιές, οι λόφοι. Και φυσικά, η θάλασσα. Κολπίσκοι με βράχια, περίπατοι δίπλα στο νερό, και να νιώθεις ξαφνικά πως συνεχίζεις να περπατάς απ’ την Καστέλλα, τη Φρεαττύδα και την Πειραϊκή, στη μασσαλιώτικη Κορνίς μέχρι πέρα, ως το άγαλμα του Δαυίδ και την παραλία του Πράντο – μόνο που άλλαξε δίπλα σου η αρχιτεκτονική, άλλαξε κι η εποχή της ζωής σου. Έπειτα να σκαρφαλώνεις στους λόφους, κι εκεί που νομίζεις πως θα καταλήξεις στο Λυκαβηττό, να καταλήγεις στη Notre Dame de la Garde, την προστάτιδα Παναγιά της πόλης, τη “μανούλα” που σ’ αυτήν απευθύνονται οι Μαρσεγιέζοι την ώρα της ανάγκης – όπως στην επιδημία των αρχών του 18ου αιώνα, η οποία αποδεκάτισε τον πληθυσμό της πόλης. Κι από κει πάνω να πασχίζεις ν’ αγκαλιάσεις με το μάτι την απέραντη θέα στη θάλασσα και να γραπώνεσαι απ’ τα νησιά της, που σπαρμένα λίγο έξω απ’ το λιμάνι, σημερινές κατοικίες των σειρήνων σαν εκείνα της μικρασιατικής Φώκαιας, ξεπροβάλλουν μες στο αρχιπέλαγος Frioul, σ’ ένα άλλο, μυθικό Αιγαίο. Και το Μπούρτζι, το château στο νησάκι If, το κάστρο-φυλακή του μυθιστορηματικού κόμη Μοντεκρίστο του Δουμά, να σε ταξιδεύει ως το Ναύπλιο, κι απότομα πάλι πίσω: στον τριανταφυλλόκηπο του château Μπορελί, που σου θύμισε τον Εξυπερύ – ο οποίος χάθηκε με το αεροπλάνο του ακριβώς σ’ αυτή τη θάλασσα, στ’ ανοιχτά της Μασσαλίας, λίγο έξω απ’ τους κολπίσκους των Καλάνκ – και το μικρό του πρίγκηπα με το δικό του τριαντάφυλλο. Κι ύστερα να κατηφορίζεις προς το λιμάνι μέσα από την αγορά, και να σε τυλίγουν μυρωδιές από φρέσκο ψάρι, σαπούνια, μπαχάρια αραβικά και θαλασσινή αλμύρα…

Τα μουσεία της πόλης πάλι, για πολλούς λόγους σε αναστατώνουν. Στο Μουσείο Ιστορίας της Μασσαλίας βρήκα περισσότερη Ελλάδα απ’ όση περίμενα – το ταξίδι απ’ την ιωνική Φώκαια στη Μασσαλία, η ντόπια βασιλοπούλα Γύπτιδα που διάλεξε απ’ όλους τους υποψήφιους γαμπρούς να παντρευτεί έναν έλληνα μετανάστη, τον Πρώτη, ξύλινοι σκελετοί αρχαίων πλοίων, ο ποντοπόρος και γεωγράφος Πυθέας, ο Απόλλωνας, ξανά η Μικρασία κι εγώ δακρυσμένη μπροστά σε μια Κυβέλη να μην μπορώ ν’ απαντήσω στη φύλακα που με ρωτάει απορημένη «Μα γιατί κλαίτε;». Και φυσικά να πιάνουμε κουβέντα για την Ελλάδα – πώς την αγαπάνε την Ελλάδα, απ’ τα μικρομάγαζα της γειτονιάς ως τις δημόσιες υπηρεσίες, δε θα βρεις κανέναν να μη σου πει πως ονειρεύεται να ταξιδέψει εδώ ή πώς ήρθε κι αγάπησε αυτό τον τόπο.

Το μουσείο αυτό είναι δημοτικό, όπως και η πινακοθήκη και το μουσείο φυσικής ιστορίας, κάτι που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μουσεία τέτοιας κλίμακας, κι έχει δωρεάν είσοδο τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Ξεκινά από την αρχαιότητα και φτάνει μέχρι τη σύγχρονη εποχή, αποτυπώνοντας την οικονομική ζωή του λιμανιού και τις σαπωνοποιΐες της Μασσαλίας, διασχίζοντας πρώτα σταδιακά τη μεσαιωνική πόλη και περνώντας από την εποχή της πανούκλας του 1720-1722 – ένα τμήμα της έκθεσης πολύ διδακτικό για τη δική μας συγκυρία της πανδημίας. Καραντίνα, μάσκες, εργαλεία ιατρικά, να μας θυμίζουν πως τίποτα δεν είναι πρωτόγνωρο στην ιστορία του κόσμου. Ακόμη και τα τάματα στη Notre Dame de la Garde, τα λεγόμενα exvoto της εποχής εκείνης, πίνακες ζωγραφικής είναι που απεικονίζουν τη συμφορά, κορμιά στους δρόμους ή σε υπνοδωμάτια πλούσιων αρχοντόσπιτων και μαζί τα θαύματα της Παναγιάς.

Στο αρχαιολογικό μουσείο της Charité, σ’ ένα ατμοσφαιρικό παλιό κτίριο που ξεκίνησε ως φτωχοκομείο και που στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο φιλοξένησε τους πρόσφυγες των καταστροφών της κεντρικής γειτονιάς του Panier από τους ναζί, πήγα να δω μια έκθεση φωτογραφίας για τη Συρία. Είδα όμως τόση Ελλάδα όση ποτέ μου δεν περίμενα – και πολλή Μικρασία, μόνο στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχας είχα δει ανάλογα, αν και πολύ λιγότερα, εκθέματα λίγα χρόνια πριν.

Το MUCEM πάλι, το συναρπαστικό Μουσείο Μεσογειακών Πολιτισμών με την εντυπωσιακή του σύγχρονη αρχιτεκτονική, υποδέχεται τα πλοία στην είσοδο του λιμανιού μαζί με το οχυρό του Αγίου Ιωάννη (SaintJean) – αντίκρυ στο εμβληματικό παλιό κτίριο του πανεπιστημίου AixMarseille, που ατενίζει από ψηλά τη Μεσόγειο, από την άλλη πλευρά του κόλπου.

Στο MUCEM λοιπόν, σε μια μεγάλη έκθεση για τα λιμάνια της Μεσογείου, βρέθηκα να ψάχνω ανάμεσά τους και το δικό μας λιμάνι. «Συγνώμη, ο Πειραιάς πού είναι;», ρώτησα έναν φύλακα. «Τι είναι ο Πειραιάς;», μου απάντησε. Έμεινα να τον κοιτώ. Μου κόστιζε πολύ να απαντήσω πως ο Πειραιάς είναι «το λιμάνι της Αθήνας» – είπα μέσα μου σκέψου ν’ ακούσει κανένας Πειραιώτης πως αμφισβητώ το αυτόνομο της πόλης. Αφού τον ψάξαμε λοιπόν τον Πειραιά μαζί με τους άλλους φύλακες ανάμεσα στην Πόλη, τη Βενετία, την Αλεξάνδρεια, την Καζαμπλάνκα, καταλάβαμε πως τελικά πράγματι δεν ήταν εκεί, ούτε εκείνος, αλλά ούτε και η Σμύρνη. Κι όμως, Πειραιάς και Μασσαλία, οι δυο αδελφές πόλεις-λιμάνια είναι και επίσημα αδελφοποιημένες, όπως έμαθα αργότερα. «Ξέρετε, μοιάζουν πολύ αυτές οι πόλεις, μέχρι και οι ομάδες σας έχουν το ίδιο όνομα. Κι έχει τόσα κοινά ο Πειραιάς με τη Μασσαλία…», έκλεισα την κουβέντα φεύγοντας. Σ’ αυτή την ιδέα πάνω δουλέψαμε με πάθος με τους φοιτητές και τις φοιτήτριές μου, κατοπινούς αγαπημένους φίλους, στο μάθημα του ελληνικού πολιτισμού στο πανεπιστήμιο – ήταν το περίφημο «ProjetPirée» μας (το πρότζεκτ του Πειραιά) για ένα αξέχαστο εξάμηνο. Άλλη μια συλλογική προσπάθεια, που μας έφερε στη συνέχεια κοντά με την Union Héllénique de Marseille, τη μεγαλύτερη ελληνική ένωση της ευρύτερης περιοχής, που το αγκάλιασε, και με τη δική της ιστορία. Σήμερα μαθαίνω πως η Αθήνα βρήκε κι αυτή τη θέση της στην έκθεση του MUCEM, πως υπάρχει και μια συνεργασία με το Μουσείο των Χανίων, να οι νέοι δεσμοί.

Λίγο πριν επιστρέψω στην Αθήνα, επισκέφτηκα την πολυκατοικία του Le Corbusier (ή Λε Κορμπυζιέ, όπως τον διάβαζα μικρή στα περιοδικά αρχιτεκτονικής και τα βιβλία του πατέρα μας), μια επίσκεψη που με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα, αν και σε άλλη κλίμακα, τις εργατικές πολυκατοικίες της Νέας Φιλαδέλφειας, της γειτονιάς μας, έργο του Άρη Κωνσταντινίδη, ή την «Μπλε Πολυκατοικία» των Εξαρχείων του αρχιτέκτονα Κυριάκου Παναγιωτάκου – που στην είσοδό της φιλοξενεί τη φράση του Λε Κορμπυζιέ όταν την επισκέφτηκε: «Cest très beau» (είναι πολύ ωραίο). Όσες διαφωνίες κι αν έχουν υπάρξει γύρω από αυτή την επιλογή δημιουργίας μικρο-κοινωνιών σε ύψος, δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει τη συνέπεια, τη λειτουργικότητα, την αισθητική. Ωστόσο, η Cité Radieuse (η «ακτινοβόλα πολιτεία»), η πολυκατοικία του Λε Κορμπυζιέ, που κάποτε προοριζόταν για λαϊκή κατοικία, σήμερα έχει εξελιχθεί σε κατοικίες πολυτελείας, μια διαδικασία που εντάσσεται στη συνολικότερη τάση «εξευγενισμού» (gentrification) πολλών μεσογειακών – και όχι μόνο – αστικών κέντρων, στην οποία είναι αισθητό πως βρίσκεται η Μασσαλία, όπως και η Αθήνα.

Και τελικά, μέσα από το καινούργιο και το παλιό, λίγο λίγο συνδέθηκαν τα αόρατα νήματα. Τώρα ξέρω γιατί με καλούσε αυτή η πόλη. Και μαζί με τις γιαγιάδες-πόλεις μου – για να παραφράσω τον Ταχτσή και τη γιαγιά του την Αθήνα – έχω τώρα πια βαθιά στην καρδιά και τη γιαγιά μου τη Μασσαλία, μια πόλη του χτες και του σήμερα. Μια πόλη που ζει στο σφυγμό των ανθρώπων της. Κι είναι θερμοί, φιλόξενοι, ατίθασοι, ανήσυχοι κι ασυμβίβαστοι συνάμα οι άνθρωποι αυτοί, έχουν ψυχή και ονόματα. Παιδιά της Μασσαλίας, αδέρφια μας, σας αγαπώ.

λ.

  1. Την καταστροφή της Φώκαιας στις 12 και 13 Ιουνίου του 1914 αποτύπωσε με τον φακό του ο Félix Sartiaux, που είχε ξεκινήσει από το 1913 ανασκαφές στην περιοχή με σκοπό να ανακαλύψει τις ελληνικές ρίζες της Μασσαλίας και βρέθηκε να περιθάλπτει τους έλληνες κατοίκους της πόλης στη δύσκολη ώρα, βλ. https://kimintenia.com/2020/07/01/0104/#more-942, https://www.youtube.com/watch?v=UM9oWPmQQJY, EVENEMENTS DE PHOCEE 1914.