Χρήσιμο θαρρώ, στο σημείο αυτό, να δούμε τη μεγάλη εικόνα της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και βιώνουν οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας, μαζί φυσικά και οι κάτοικοι του Μικρασιατοπροσφυγικού συνοικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας, αρχής γενομένης από το φθινόπωρο του 1941…
Γράφει ο Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, συγκαιρινός των γεγονότων, στο έργο του Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974: “Στις αρχές του φθινοπώρου 1941, ήδη τα εισοδήματα, οι μισθοί, οι συντάξεις είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί. Τα περισσότερα λαϊκά συσσίτια διέκοψαν τη λειτουργία τους, γιατί δεν διέθεταν τα μέσα, ούτε έβρισκαν τρόφιμα. Σε λίγο, με την άφιξη του χειμώνα, τα πράγματα απότομα επιδεινώθηκαν. Αισθητή ήταν ιδίως η έλλειψη του ψωμιού. Το δελτίο παραχωρούσε […] 25-30 δράμια στο τέλος του 1941. Και συχνά επί πολλές ημέρες διακόπτονταν η χορήγησή του. Η μαύρη αγορά δέσποζε, εκποιώντας ολόκληρες περιουσίες αντί λίγων τροφίμων. Μονοκατοικίες πουλήθηκαν για λίγους τενεκέδες λάδι. Πολύτιμα αντικείμενα προσφέρονταν για λίγο κρέας. Και βασιλείς της μαύρης αγοράς ήταν οι ίδιοι οι κατακτητές […]. Το δριμύ ψύχος εκείνου του εφιαλτικού χειμώνα 1941-42 επέτεινε τη θνησιμότητα. Κάθε πρωί, βρίσκονταν στους δρόμους της Αθήνας κοκαλιασμένα πτώματα, που τα εναπόθεταν πρώτα στο νεκροτομείο. Ύστερα τα έστελναν απευθείας στο νεκροταφείο και όσοι συγγενείς τα αναγνώριζαν τα έθαβαν πρόχειρα επιτόπου. Τα περισσότερα έμεναν στα αζήτητα. Γιατί ο αδυσώπητος αγώνας της ζωής ανάγκαζε πολλές οικογένειες να πετούν κρυφά τους νεκρούς τους στα νεκροταφεία ή και στα σταυροδρόμια, αφαιρώντας τις ταυτότητές τους. Έτσι εξοικονομούσαν το πολύτιμο δελτίο τροφίμων του νεκρού. Έλειπαν και τα φέρετρα ακόμη. Γιατί η ξυλεία είχε κι αυτή δεσμευτεί από τις Κατοχικές Αρχές. Και τα πτώματα μεταφέρονταν με τα μικρά καροτσάκια που είχαν γίνει περιζήτητα […]. Αυτά τα εύθραυσατα και εφθηνά δίτροχα έγραψαν μια εποποιΐα στην Κατοχή. Υπήρξαν πανάκεια για ζωντανούς και νεκρούς… – Το Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο, σε έκθεσή του προς την Κατοχική κυβέρνηση το 1943, αναφέρει: “Σχετικώς με την θνησιμότητα, ο υφηγητής του Πανεπιστημίου κ. Βαλαώρας υπέβαλε σχετικάς εισηγήσεις αίτινες συνεπληρώθησαν δια στοιχείων τα οποία είχον τεθή εις την διάθεσιν ημών εκ μέρους της Γενικής Διευθύνσεως Υγιεινής του ομωνύμου Υπουργείου. Η θνησιμότης από του Οκτωβρίου 1941 εδείκνυε μεγάλην αύξησιν. Ο Δεκέμβριος του 1941 ήτο ο χειρότερος μην. Οι επόμενοι χειμερινοί μήνες εδείκνυον επίσης αύξησιν της θνησιμότητος εις βαθμός ουδέποτε μέχρι τούδε σημειωθέντα παρ’ ημίν. Κατά μέσον όρον η θνησιμότης δια τας Αθήνας και τον Πειραιά δια το χρονικόν διάστημα από του Νοεμβρίου 1941 μέχρι του Μαρτίου του 1942 υπήρξεν επταπλάσια περίπου του κανονικού. Η αύξησις δε της θνησιμότητος οφείλεται εις τον λιμόν, καθ’ ό,τι ουδέν λοιμώδες νόσημα παρουσίασεν ιδιαιτέραν έξαρσιν δικαιολογούσαν τοιαύτην αύξησιν της θνησιμότητος”. Στην ίδια εκείνη έκθεση αναφέρεται ότι, από τον Ιούλιο του 1941 έως τον Φεβρουάριο του 1942, το ποσό των θερμίδων που διανέμονταν από το Κράτος ανερχόταν την ημέρα:
- Ιούλιος 1941 458
- Αύγουστος 1941 418
- Σεπτέμβριος 1941 510
- Οκτώβριος 141 327
- Νοέμβριος 1941 183
- Δεκέμβριος 1941 410
- Ιανουάριος 1942 355
- Φεβρουάριος 1942 205”.
Και σε έκθεσή του ο Καθηγητής Ακαδημαϊκός Γεώργιος Ιωακείμογλου, τον Μάρτιο του 1942, γράφει: “Εκείνοι οι οποίοι δεν ηδυνήθησαν να πληρώσουν τας τιμάς της Μαύρης Αγοράς λόγω ελλείψεως περιουσιακών στοιχείων απέθανον. Ο λαός τρώει τας σάρκας του και την περιουσίαν του. Ελάττωσις βάρους του σώματος μέχρι 15-20% παρατηρείται ακόμη και εις τας ανωτέρας κοινωνικάς τάξεις. Ελαττουμένων αφ’ ενός μεν των αποθεμάτων του σώματος, αφ’ ετέρου δε των περιουσιακών στοιχείων, η κατάστασις του Λαού θα χειροτερεύση. Όταν εξαντληθούν τ’ ανωτέρω αποθέματα, ο αριθμός των θυμάτων θα αυξηθή εις πολύ ανώτερα επίπεδα. Και αν μεν ο Πόλεμος δεν διαρκέση επί μακρόν, οι ενήλικες θα δυνηθούν, ίσως, να επανορθώσουν τας βλάβας των. Ανεπανόρθωτοι, όμως, οπωσδήποτε, είναι αι βλάβαι δια τα παιδιά. Το Ελληνικόν Κράτος θα έχει, μετά τον Πόλεμον, ν’ αντιμετωπίση προβλήματα των κοινωνικών νόσων (φυματίωσις κλπ.) εις βαθμόν αφάνταστον!”.
Ας μου επιτραπεί μια παρέκβαση για τον Γεώργιο Ιωακείμογλου, και τούτο διότι καταγόταν από την αρχαία επαρχία Φιλαδελφείας της Μικράς Ασίας. Γεννήθηκε το 1887. Επεράτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης το 1905 και ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, όπου και ανεδείχθη διδάκτωρ και καθηγητής της Φαρμακολογίας. Εν όψει της δημιουργίας του Πανεπιστημίου Σμύρνης εκλήθη να εγκαταλείψει μια λαμπρή σταδιοδρομία “εις την ξένην δια να δημιουργήση μίαν έτι λαμπροτέραν εις την γενέτειραν”. Αλλ’ οι εξελίξεις δεν το επέτρεψαν αυτό1… Κατά τον Μάρτιο του 1928 διορίσθηκε Καθηγητής της Φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ τον Απρίλιο του 1929 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το διάστημα 1935-1957 ήταν Πρόεδρος του Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβουλίου (βλ. τις διαλέξεις 1) του επίτιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ορέστη Λουρίδη που δόθηκε στον “Παρνασσό”, οργανωμένη από τον Σύνδεσμο της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής και 2) του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχαήλ Α. Αναστασιάδη που δόθηκε στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως δημοσιεύθηκαν στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, αριθ. Φύλλου 992, 26 Απριλίου 1973, σελ. 83-86. Οι δύο αυτές διαλέξεις, αναφερόμενες στους Μικρασιάτες πρόσφυγες πανεπιστημιακούς δόθηκαν το 1972, πενήντα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή). Στον Γεώργιο Ιωακείμογλου, το αγλάισμα και το καύχημα της αρχαίας επαρχίας Φιλαδελφείας της Μικράς Ασίας, έχει αναφερθεί και ο Νεοφιλαδελφειώτης λογοτέχνης-Ακαδημαϊκός Τάσος Αθανασιάδης, στο έργο του Τα παιδιά της Νιόβης (βιβλιοπωλείον της “Εστίας”).
Στις 28 Ιουλίου 1941, συνελήφθη από τους Ιταλούς ο Ασημάκης Πανσέληνος και φυλακίστηκε στις Φυλακές Αβέρωφ. Και ο Χαράλαμπος Ψαρρός, ο Σεραφείμ Μάξιμος, ο Κώστας Γιομπρέ μαζί – γράφει τα σχετικά στο βιβλίο του Τότε που ζούσαμε… (εκδόσεις Κέδρος 1974) και αμέσως μετά σημειώνει τα παρακάτω που έχουν σχέση με το θέμα μας, τη μεγάλη εικόνα της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί: “Από τον φεγγίτη του κελλιού μου στη φυλακή, που σκαρφάλωνα κι έβλεπα πέρα την υπόδουλη Αθήνα, ήθελα να ήμουν έξω κι εγώ και να απολαβαίνω ελεύθερος την σκλαβιά μου. […] Ζω τώρα λεύτερος στην Αθήνα τον χειμώνα ‘41 με ‘42. Τώρα πεινώ και φοβάμαι. Η Αθήνα ρημάζει μέρα τη μέρα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι σκουπίδια. Οι άνθρωποι ζαρώνουν και τρέχουν εξαντλημένοι να ζεσταθούν. Πολλοί φορούν τις ρόμπες τους για πανωφόρια. Κάποιοι είναι τυλιγμένοι τσουβάλια κι εφημερίδες. Κόπηκε και το ηλεκτρικό ρεύμα κατόπιν από το ψωμί. […] Αν προχωρούσες από την Ομόνοια στο Σύνταγμα, σε πεντέξη σημεία θα συναντήσει κόσμο συγκεντρωμένο γύρω από σωριασμένους στον δρόμο. Μπουλούκια παιδιά ζητιανεύουν στους δρόμους κι αρπούσαν ό,τι βρίσκαν που να μασιέται. […] Είδαμε στην πλατεία Κλαυθμώνος ένα τσούρμο παιδάκια μισόγυμνα κι ένας μαντράχαλος 25 χρονών, σαν χασές άσπρος από την πείνα, ο αρχηγός τους. Τα παιδάκια λεηλατούσαν τους τενεκέδες από τα γύρω εστιατόρια “των Αθηνών” και του “Αβέρωφ”, που τρώγαν οι Γερμανοί. Φέρνανε το περιεχόμενο και το άφηναν σε μια κόχη απέναντι από το υπουργείο των Ναυτικών. Πατατόφλουδες, κρεμμυδόφυλλα, ρίζες από μαρούλια και λάχανα, σάπια μήλα, κόκαλα κι αποφάγια μαγειρεμένα, ψωμοκόμματα βουτηγμένα στις σάλτσες κι ό,τι άλλο μπορούσε να μασηθεί (ο μάγκας ξεχώριζε ανάμεσα τα αποτσίγαρα και τα τσέπωνε) τα βάζαν σ’ ένα τενεκεδένιο λεβέτι και τα βράζανε σε φωτιά από παλιόχαρτα και σκουπίδια. Ο μάγκας δοκίμαζε το μαγείρεμα κάθε τόσο. Ύστερα μοίραζε το συσσίτιο και το τρώγαν. Θυμάμαι ακόμα τον αρχηγό να πετά στο καζάνι κάτι σπασμένα αυγά κλούβια, πεταμένα στον σκουπιδοτενεκέ και να ξύνει μ’ επιμέλεια τα τσόφλια μην τύχη και μείνει κολλημένη μια στάλα από το πολύτιμο υλικό. Τα παιδιά τρώγανε και γελούσαν. Πηγαινοερχόμουν τις μέρες εκείνες μες το γραφείο για να ζεσταίνουμαι, κι έλεγα πότε-πότε πεινώ. Η γυναίκα μου με άκουγε και νευρίαζε. Από το συσσίτιο του Δικηγορικού Συλλόγου μάς είχαν δώσει σταφίδες, τις βράσαμε και τις τρώγαμε με παξιμάδια φτιαγμένα από τριμμένο ρεβύθι… Το κρύο έσφιγγε κι η πείνα γινόταν απειλητικότερη. Τα πιο τραγικά γεγονότα ξετυλίγονταν μπρος στα μάτια μας, χωρίς να μας κάνουν εντύπωση. Πεθαμένοι μέσα στον δρόμο και κανείς δεν τους πλησιάζει. Πεθαμένοι μέσα στα πάρκα περιμένουν άλλους ζωντανούς να παν τη νύχτα και να τους γδύσουν απ’ τα κουρέλια τους. Στον δρόμο του νεκροταφείου σειρά καροτσάκια κουβαλούσαν νεκρούς και τους απόθεταν στον κοινό τάφο. […] Στους έξω δρόμους σειρά καρότσια, φορτωμένα ξύλα, κατέβαιναν από τον Υμηττό και από την Πεντέλη, έπεσε ο κόσμος κι έκοβε αδιακρίτως τα δέντρα, ν’ ανάψει φωτιά, να ζεσταθεί και να βράσει κάτι. Τα σπίτια καπνίζανε σαν σπήλαια προϊστορικής εποχής. […] Πολλοί που πέθαιναν δικοί τους, τους κουβαλούσαν και τους άφηναν, πριν ξημερώσει, έξω από την πόρτα του νεκροταφείου, γιατί κοντά σ’ άλλες διατυπώσεις για την ταφή έπρεπε να κατατεθεί και το δελτίο τροφίμων του πεθαμένου – η μεγάλη κληρονομιά που άφηνε πίσω του” (βλ. σελ. 316-318).
(Ακολουθεί συνέχεια)
Κώστας Π. Παντελόγλου
- Στις 21 Οκτωβρίου 1972 η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών συνήλθε σε συνεδρίαση με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή – στη συνεδρίαση αυτή μίλησε και ο καταγόμενος από την αρχαία επαρχία Φιλαδελφείας της Μικράς Ασίας Ακαδημαϊκός Γεώργιος Ιωακείμογλου, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστήμονας διεθνούς κύρους, ο οποίος αναφέρθηκε και στο ζήτημα του Πανεπιστημίου της Σμύρνης, λέγοντας μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: “[…] Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηγωνίζετο εις το Παρίσι δια την υπογραφήν της Συνθήκης των Σεβρών, δεν ησχολείτο μόνον με τα διπλωματικά και στρατιωτικά θέματα, αλλά και με πνευματικά. Εκάλεσε εις το Παρίσι τον αείμνηστον συνάδελφόν μας Κωνσταντίνον Καραθεοδωρή, ένα των διαπρεπέστερων μαθηματικών της εποχής μας δια να του αναθέση την οργάνωσιν του Ελληνικού Πανεπιστημίου εις την Σμύρνην. Ο Καραθεοδωρής ήλθεν εις το Βερολίνον και με παρεκάλεσε να βοηθήσω και εγώ εις το μέγα έργον, το οποίον είχεν αναλάβει. Εύλογος ήτο η συγκίνησίς μου και ασμένως απεδέχθην την πρότασίν του. […] Τον Σεπτέμβριον του 1920, ο Βενιζέλος εκάλεσε τον Καραθεοδωρή και εμέ εις Αθήνας. Έμενε τότε εις μίαν οικίαν εις την γωνίαν Πανεπιστημίου και Αμερικής. Ειδοποιήθημεν από τον Κλέαρχον Μαρκαντωνάκην ότι ο Πρόεδρος θα μας εδέχετο εις τας 7 το πρωί. Μας εδέχθη με μεγάλην ευγένειαν και ενεθυμήθη ότι είχε επισκεφθή το Βερολίνον μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και η Ελληνική παροικία τον είχεν δεχθεί με μεγάλας τιμάς και υπερηφάνειαν […]. Με μεγάλον ενθουσιασμόν ανεφέρθη εις το θέμα του Πανεπιστημίου Σμύρνης, ωμιλούσε με μεγάλην ζωηρότητα, εκινούσε τον δείκτην της δεξιάς χειρός και έλεγε: “Θα πάτε εις την Σμύρνην, θα σας παράσχουν όλας τας ευκολίας, το έργον σας είναι σπουδαίον […]. Θα έλθη μαζί σας και ο Αλέξανδρος Ζαχαρίου, δια να βοηθήση να ετοιμασθούν το ταχύτερον τα κτίρια του Πανεπιστημίου”. […] Ολίγας ημέρας αργότερον, μετά την συνάντησίν μας με τον Βενιζέλον, ο Καραθεοδωρής, ο Ζαχαρίου και εγώ εφεύγαμεν ακτοπλοϊκώς δια Σμύρνην. […]” (βλ. Νέα Εστία, τεύχος 1091, Χριστούγεννα 1972, σελ. 9.