Δεν είναι έκπληξη που γίνονται επεισόδια μετά από την ήττα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας εντός έδρας. Δεν είναι, διότι καταρχήν η κερκίδα είναι κατεξοχήν σημείο στιγμιαίας έκφρασης της οργής για την ψυχολογική καταπίεση που υπόκεινται οι καθημερινοί άνθρωποι, δηλαδή σημείο εκτόνωσης της κοινωνικής έντασης – ήδη από εποχών ρωμαϊκής αρένας, πόσο μάλλον σε εποχές OPAP Arena με τσουχτερό εισιτήριο. Η ευρεία συμμαχία που στήριξε την κατασκευή του γηπέδου με αυτά τα χαρακτηριστικά ((Μελισσανίδηδες, εργολάβοι, υπουργοί και βουλευτές της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της ΧΑ) πρέπει να είναι σήμερα πολύ ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα, γι’ αυτό εξάλλου και φροντίζει να εξαφανιστεί η είδηση από όλα σχεδόν τα μέσα.
Οι λεγόμενες ριζοσπαστικές δυνάμεις, οι κατά δήλωσή τους επαναστάτες διαφόρων γεύσεων, που χαρακτηρίζονται κατά κανόνα από ηθικισμό και από αντιδιαλεκτική στάση, λένε ότι θα ήθελαν πολύ τα γήπεδα να είναι χύτρες για την επιτάχυνση της κοινωνικής, της ταξικής αντιπαράθεσης. Δεν είναι όμως, και δεν θα γίνουν, εφόσον τα γήπεδα αυτά και το θέαμα που παρουσιάζεται εκεί είναι υπό τον πλήρη έλεγχο των επιχειρηματικών συμφερόντων που τα παράγουν. Κι αυτά τα επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν και ονοματεπώνυμα και συνοχή στη δράση τους. Εμφανίζονται ως αντίπαλα και συγκρουόμενα, αλλά βεβαίως το ιδεολόγημα ΑΕΚ δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς το ιδεολόγημα Ολυμπιακός και αντίστροφα, για να το πούμε με ένα παράδειγμα.
Γι’ αυτό, όταν κάποιος επενδύει πολιτικά στην ιδέα του γηπέδου-χύτρα, στην πραγματικότητα ρίχνει νερό στον μύλο της αντίδρασης, που λένε κι οι σύντροφοι στον Περισσό – αυτοί, ντε, που και ολόκληρο γενικό γραμματέα έφεραν έξω απ’ αυτό το γήπεδο για να εντοιχίσει αναμνηστική πλάκα με την υπογραφή τους φορώντας “πειρατικό” καπέλο, και αποσιώπησαν στο 902.gr τα επεισόδια που έγιναν το βράδυ της 12ης Μαρτίου 2023 στη Νέα Φιλαδέλφεια, ενώ βεβαίως τα γνώριζαν.
Γιατί τα λέμε αυτά; Διότι η αλήθεια είναι επαναστατική, που έλεγε κι ο Μπρεχτ, κι αξίζει να τη διατυπώνουμε, ακόμη κι αν δεν είναι αρεστή:
Δεν γίνεται να φτιάξεις ομελέτα αν δεν σπάσεις αβγά: Δεν φταίει ο Γιάννης Βούρος που έγιναν επεισόδια, όπως διατείνεται ο Διαμαντής Σεϊτανίδης στην “Αλήθεια” του, διότι βεβαίως ο Βούρος δεν έχει κανέναν έλεγχο επί της πραγματικότητας – ούτε θέλει, ούτε και μπορεί να έχει τέτοιο έλεγχο. Είναι κατώτερη των δυνατοτήτων του Διαμαντή Σεϊτανίδη η τρομερή έμπνευση ότι “[έ]νας στοιχειωδώς σοβαρός δήμαρχος θα είχε συνεννοηθεί με την αστυνομία, ώστε να υπάρχει ένα τείχος από την αρχή της υπογειοποίησης και κατά μήκος της οδού Ιωνίας. Αποτέλεσμα θα ήταν οι οπαδοί να κατευθύνονται προς τον Περισσό και όχι μέσα στην πόλη, μετά το άσχημο αποτέλεσμα του χθεσινού αγώνα”. Υποτιμώντας κανείς με αυτόν τον τρόπο τη νοημοσύνη του αναγνώστη, δείχνει πόσο είναι διατεθειμένος να υποτιμήσει τη δική του νοημοσύνη, δεδομένων των ευρύτερων συνθηκών.Δηλαδή τι, αντί να καούν οι κάδοι στη Δεκελείας, θα καίγονταν οι κάδοι στη συνοικία Ειρήνη και στην Παπαναστασίου και άρα δεν θα είχε συμβεί τίποτα; Ή θα στραβώνονταν οι κάτοικοι της πόλης και δεν θα έβλεπαν ότι υπάρχει πρόβλημα στη συνύπαρξη γηπέδου, κατοικίας αλλά και επιχειρηματικότητας στην περιοχή;
Οι κάτοικοι αυτής της πόλης είναι εγκλωβισμένοι. Σε μια πόλη, την Αθήνα, που το κόστος της κατοικίας έχει ξεφύγει προ πολλού από τα λογικά όρια, το να βρεις αξιοπρεπές σπίτι σε μια πιο ασφαλή γειτονιά είναι ουτοπικός στόχος. Αν είσαι ιδιοκτήτης κατοικίας, την έχεις δεμένη στο πόδι σου με αλυσίδα, διότι ως τέτοια είναι μάλλον απίθανο να την πουλήσεις, εκτός αν βρεις κορόιδο με λεφτά που δεν θα έχει πάρει χαμπάρι ότι γίνονται επεισόδια κάθε τρεις και λίγο έξω από τα γήπεδα. Αν είσαι ενοικιαστής, κάθε φορά που αλλάζεις σπίτι πρέπει να υπολογίζεις κι ένα κατοστάρικο παραπάνω στο νοίκι σου, που μάλλον δεν σου περισσεύει.
Οι επιχειρηματίες της πόλης είναι εξίσου εγκλωβισμένοι, μεταξύ της ανασφάλειας των γηπεδικών παρατράγουδων και της ασφάλειας μιας οργανωμένης αγοράς εστίασης και νυχτερινής διασκέδασης – δηλαδή μιας αγοράς διημέρου με συγκεκριμένες δεσμεύσεις οργάνωσης (περισσότερα επ’ αυτού ίσως μια άλλη φορά). Εκτός αν εννοούμε ότι την Κυριακή το βράδυ ήταν όλα γεμάτα μετά τον αγώνα ή ότι τις υπόλοιπες μέρες οι επιχειρηματίες μπορούν να επιχειρήσουν ό,τι θέλουν να επιχειρήσουν σε μια ελεύθερη αγορά (και μια ανοικτή κοινωνία, που έλεγε κι ο Πόπερ, έτσι Διαμαντή;).
Η “υπέρμετρη αστυνομική βία” (το ακούσαμε κι αυτό από “επαναστατικά” χείλη, σε προηγούμενο επεισόδιο επεισοδίων έξω απ’ την OPAP Arena) δεν προκύπτει επειδή το γήπεδο είναι χύτρα ταχύτητας και χαλάει τη μαγιά του κράτους. Συμβαίνει επειδή η στελέχωση της αστυνομίας στα αντικοινωνικά, στρατιωτικά της τμήματα (ΜΑΤ, ΔΕΛΤΑ κλπ.), δεν είναι άσχετη με την εμπειρία του αντικοινωνικού χουλιγκανισμού. Άλλο αντίφα οπαδός με κοινωνική δράση και συνείδηση (υπάρχει κι αυτός, αλλά είναι σπάνιο είδος), άλλο ραντεβουδάκιας. Κι ο χούλιγκαν κάποια στιγμή χρειάζεται επαγγελματική αποκατάσταση, πράγμα που μπορεί απλόχερα να του προσφέρει η αστυνομία όταν αναζητά ανθρώπους που θα διεκπεραιώσουν ανάλογες εργασίες (επ’ αυτού, υπάρχει μακρά ιστορία. Μια ωραία περίπτωση για τους πιο φιλομαθείς απ’ τους αναγνώστες μας, ο Eugène François Vidocq). Στις συγκρούσεις της Κυριακής αντιπαρατέθηκαν άνθρωποι με παρόμοια αντίληψη για τη ζωή. Γι’ αυτό χαίρονται και οι δύο πλευρές των αντιπαρατιθέμενων όταν συμβαίνουν τέτοια.
Η μούγκα των δημοτικών παρατάξεων είναι παροιμιώδης. Αλλά αυτή τη μούγκα την εξηγήσαμε την Κυριακή.
Δεν είναι παροιμιώδης η μούγκα όσων επεδίωξαν την κατασκευή του γηπέδου, επιχειρηματιών, κυβερνήσεων, στελεχών πολιτικών κομμάτων, μητροπολιτών κλπ.: είπαμε, το γήπεδο δεν είναι χύτρα ταχύτητας για την έκφραση της κοινωνικής δυσαρέσκειας, είναι μηχανισμός απορρόφησής της. Πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι.
Εν κατακλείδι, να θυμίσουμε ότι σώζεται ένας μύθος του Αισώπου: “Γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτα· ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη· «Ὦ κάκιστα ζῷα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε.»”. Ή, σε ελεύθερη μετάφραση: “Το παιδί ενός γεωργού έψηνε σαλιγκάρια. Κι έτσι όπως τ’ άκουσε να τσιτσιρίζουν πάνω στη φωτιά, είπε: “βρε άτιμα πλάσματα, τα σπίτια σας καίγονται κι εσείς τραγουδάτε;”.
Όχι, δεν τραγουδάμε.
π.