Ο Νίκος Βατόπουλος εδώ και πολλά χρόνια γράφει στην Καθημερινή και αλλού για την Αθήνα. Τον συγκινούν εικόνες από διάφορες γωνιές της πόλης, τις οποίες καταγράφει με ελαφρώς λυρική διάθεση που απλόχερα του δημιουργεί το εγκαταλελειμμένο «κτιριακό απόθεμα» της μεγαλούπολης – «Στην άμμο τα έργα χτίζονται μεγάλα των ανθρώπων και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο χρόνος με το πόδι», έγραψε κάποτε ο Κώστας Καρυωτάκης.
Η αρθρογραφία του υπάρχει διότι υπάρχει η συλλογική ανθρώπινη αδυναμία να προβλέπουμε πράγματι το μέλλον πέρα απ’ το μέτρο της αισιοδοξίας μας – τείνουμε να θεωρούμε ότι τα όποια σχέδιά μας θα ευοδωθούν και ότι οι σημερινές μας αποφάσεις είναι θωρακισμένες για πάντα απέναντι στη ροή της ζωής, παρά το γεγονός ότι το ποτάμι της μάς δείχνει διαρκώς ότι ουδέν μένει.
Πρόκειται για μια διαδεδομένη στάση εν πολλοίς μεταφυσική, η οποία καταρρέει παραδειγματικά όταν μετρήσουμε τα ερειπωμένα κτίρια αυτής της πόλης, όχι μόνο τα παλαιότερα, αλλά και τα κλειστά διαμερίσματα που δεν καλύπτουν πια τις ανάγκες που υπέθεσαν οι προηγούμενες γενιές ότι θα μπορούν να καλύπτουν επ’ άπειρον («Να αφήσω τουλάχιστον ένα σπίτι στα παιδιά μου»). Ο Βατόπουλος μετρά με τα γραπτά του, χωρίς να το φωνάζει, αυτή την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Στο πρόσφατο βιβλίο του Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα 1934-1944 (Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2022), ο Βατόπουλος ξεκινά από ένα οικογενειακό κειμήλιο, ένα παιδικό-εφηβικό ημερολόγιο του πατέρα του Γιάννη Βατόπουλου, γεννημένου το 1928 στα όρια της κηπούπολης Κυπριάδου, στα Άνω Πατήσια. Ο υιός Βατόπουλος κάνει μία κρίση για την ωριμότητα του πατρικού κειμένου: «Ένα ημερολόγιο που γράφεται για να διαβαστεί εκ των υστέρων και σε απροσδιόριστο χρόνο από τρίτους ενέχει κι ένα στοιχείο επιτηδευμένης αφήγησης και αυτοπροστασίας. Ωστόσο οι σελίδες ημερολογίου ενός παιδιού και μετέπειτα εφήβου διασώζουν εν πολλοίς έναν στοιχειώδη αυθορμητισμό και μια ορισμένη αφέλεια». Έτσι, ο υιός Βατόπουλος προτιμά να διατρέξει το πατρικό κείμενο σχολιάζοντάς το, παραθέτοντας αποσπάσματα και τελικά ερμηνεύοντάς το επί περίπου 150 σελίδες, παρά να το δώσει ολοκληρωμένο στην κρίση του αναγνώστη.
Θεωρούμε ότι αυτή η επιλογή δεν ήταν αναγκαία. Ο αναγνώστης που θα ήθελε να διαβάσει ένα τέτοιο κείμενο θα αναγνώριζε τα αναγκαία ελαφρυντικά στον αρχικό συντάκτη, αν ο Νίκος Βατόπουλος είχε προτιμήσει μια πιο τεχνική προσέγγιση όπου το σχόλιο και η ερμηνεία του παρόντος θα δινόταν σε μορφή υπομνηματισμού του αρχικού κειμένου, αντί να το χρησιμοποιήσει ως βάση για την έκθεση των σημερινών του θεωρήσεων του τότε, οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούν να κινηθούν πέρα απ’ το επίπεδο της υπόθεσης.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και με τη σύγχρονη, ελαφρώς λυρική και μεταφυσική διαμεσολάβηση του συνήθους ύφους του συνεπή δημοσιογράφου, το βιβλίο είναι ενδιαφέρον και μπορεί να αποτελέσει ένα σημείο σύνδεσης, για τον νεότερο αναγνώστη, με ένα άλλο περιβάλλον και συνακόλουθα έναν άλλο, παλαιότερο τρόπο ζωής, που σήμερα τον συναντάμε μόνο ως ρίζα του σημερινού τρόπου ζωής στο άστυ, και δη ως άρνηση αυτής.
Σε ό,τι αφορά τα της γειτονιάς μας, ο υιός Πατησιώτης νεαρός Βατόπουλος της Κατοχής εκδράμει μαζί με την παρέα του στις 15 Δεκεμβρίου 1942 προς τον Κηφισό, κουβαλώντας μάλιστα μαζί και μια φωτογραφική μηχανή και 8 πλάκες φιλμ:
«Εξημέρωσε – Τρίτη 15/12 –, εσηκώθηκα, εντύθηκα βιαστικά, έφαγα και επήγα γρήγορα στου Ευάγγελου το σπίτι. Ήτο ωραία ημέρα. Τα παιδιά ήσαν ήδη συγκεντρωμένα εκτός του Δαρδαμάνη, τον οποίον επεριμέναμεν και βλέποντες ότι δεν έρχεται εξεκινήσαμεν.
Δεν είχαμε ορισμένον πρόγραμμα. Εβαδίζαμεν στην τύχη. Επεράσαμεν το Λεόντειον και βγήκαμε στα χωράφια. Επροχωρήσαμεν λίγον ακόμη και… α! α!… τι ήτο αυτό! Ευρεθήκαμε εμπρός σε μια μαγευτική έκτασιν. Ήτο ένα πολύ ρηχό ποτάμι και γύρω γύρω από τη μια μεριά είχε καλάμια, από την δε άλλη θεόρατα πλατάνια! Το βάθος του ποταμού μόλις υπερέβαινε τους 50 πόντους, αλλά στις μεγάλες βροχές έφτανε το ένα και πολλές φορές τα δύο μέτρα. Αφού εκόψαμεν από ένα καλάμι ο καθείς και είχαμε αρχίσει να βαδίζομεν, ηκούσθη πίσω μας η φωνή του απόντος Δαρδαμάνη. Εστράφημεν όλοι αποτόμως και τον είδαμε να έρχεται τρέχων. Εσταμάτησε μπροστά μας και λαχανιασμένος μάς εξήγησε ότι του έτυχε κάποια δουλειά και δι’ αυτό άργησε. Αφού ευρήκαμε ένα ωραίο μέρος, εβγάλαμεν την πρώτη φωτογραφία, την οποία ετράβηξε – καθώς και άλλες τρεις – ο Άγγελος Μπρούσκος, την πέμπτην ετράβηξεν ο Ντοντούλης, καθώς και την έκτην. Τας άλλας δυο ετράβηξεν ο Ευάγγελος στο γυρισμό.
Μισή ώρα μακράν του μέρους όπου ετραβήξαμεν την πρώτην φωτογραφία, συναντήσαμε μια εκκλησούλα (την Αγία Παρασκευή). Σ’ αυτήν (στο πίσω μέρος) εγράψαμεν όλα τα ονόματά μας βάζοντες ημερομηνίαν. Αφού εξεκουρασθήκαμε κάτω από ένα πλάτανο, όπου ήτο δεμένη η καμπάνα της εκκλησούλας, εξεκινήσαμεν πάλι και προχωρούντες πάντοτε κατά μήκος του ποταμού εφθάσαμε μετά 20 λεπτών πεζοπορίαν εις τον Κόκκινο Μύλο, αν και δεν υπήρχε ίχνος μύλου. Προτού όμως φθάσωμεν, ο Δαρδαμάνης έφυγε πάλι πρώτος όπως άλλωστε ήλθε και τελευταίος προφασιζόμενος ότι … είχε κάποια δουλειά. Μετ’ ολίγον όμως, ήτοι την 11.30 π.μ., αναχωρήσαμεν και ημείς επιστρέφοντες ευχαριστημένοι».
Η καταγραφή αυτή του τοπίου του Κηφισού δεν είναι βέβαια η μόνη γραπτή μαρτυρία για το τι υπήρχε στον τόπο μας πριν το ισοπεδώσει η άρνηση εκείνης της πραγματικότητας που ενσαρκώνει ο δικός μας σημερινός κόσμος. Ωστόσο στο βαθμό που περιλαμβάνουν τέτοιες μαρτυρίες, βιβλία όπως αυτό του Νίκου Βατόπουλου συμβάλλουν σε μια πορεία κατανόησης του σύγχρονου υποκειμένου και του τρόπου με τον οποίο η δράση του βασιλεύει επί του χώρου, και δη του αστικού.
π.