Προ ημερών, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους δημοσίευσαν στη σελίδα τους στο Facebook ορισμένα ενδιαφέροντα ντοκουμέντα που συνδέονται με την περιοχή του Ποδονίφτη, την κατασκευή του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας και την πρώτη του φάση, στα χρόνια μεταξύ 1924 και 1936.
Βεβαίως τέτοιες δημοσιεύσεις στα κοινωνικά δίκτυα δεν έχουν βλέψεις επιστημονικότητας, αλλά και πάλι είναι προβληματική η επιλογή των ΓΑΚ να στηρίξουν τη δημοσίευση σε ένα πρόχειρο copy-paste από την ιστοσελίδα του ΠΠΙΕΔ, χωρίς σύνδεση με τα ενδιαφέροντα παρουσιαζόμενα τεκμήρια.
Αναδημοσιεύουμε τα τεκμήρια, που συνιστούν μέρος της ιστορίας της Νέας Φιλαδέλφειας, αν και δεν παρουσιάζονται με πληρότητα.
Στην κατεύθυνση της σύνδεσης των παρουσιαζόμενων τεκμηρίων με την ιστορία του πράγματος, αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο σχετικό με τους πρώτους κατοίκους του προσφυγικού συνοικισμού που πρωτοδημοσιεύτηκε πριν δέκα χρόνια στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας Χαμπέρι που εξέδιδε ο Αυτοδιαχειριζόμενος Κοινωνικός Χώρος “Στρούγκα” (Μάης 2013). Θα επανέλθουμε για περαιτέρω παρατηρήσεις σχετικά με τα παρουσιαζόμενα τεκμήρια.
Να μπούμε στα άδεια σπίτια
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΟΝ ΠΟΔΟΝΙΦΤΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 86 ΧΡΟΝΙΑ
Οι μικρασιάτες πρόσφυγες πρωτοεγκαταστάθηκαν στη Νέα Φιλαδέλφεια το 1927. Από το 1922 που είχαν έρθει στην Ελλάδα, ζούσαν σε προσωρινούς συνοικισμούς, που είχαν βέβαια χρονίσει. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο συνοικισμός Κωνσταντινουπόλεως, που βρισκόταν στους Αμπελόκηπους, δίπλα στο Γηροκομείο, εκεί που σήμερα βρίσκονται τα προσφυγικά της Πανόρμου.
Στις 28 Ιουλίου 1927, η ξύλινη παραγκούπολη των προσφύγων πήρε φωτιά εξαιτίας της αμέλειας μιας νοικοκυράς. Καταστράφηκαν ολοσχερώς 9 οικοδομικά τετράγωνα με 510 τέτοιες παράγκες. Εκεί κατοικούσαν 2.500 πρόσφυγες με καταγωγή κυρίως από την Κωνσταντινούπολη και την Προποντίδα. Οι παράγκες ήταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, οι στέγες ήταν στρωμένες με πισσόχαρτο και δίκτυο ύδρευσης δεν υπήρχε. Η φωτιά κατέστρεψε τα πάντα, αφήνοντας τους κατοίκους του συνοικισμού άστεγους και πρόσφυγες για δεύτερη φορά σε λίγα μόνο χρόνια. Δυο μικρά παιδιά βρήκαν το θάνατο μέσα στις φλόγες εκείνο το απόγευμα.
Ο υπουργός Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως επισκέπτεται λίγες ώρες μετά την πυρόπληκτη περιοχή. Εκείνο το διάστημα η κατασκευή του συνοικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας είχε ολοκληρωθεί, η πόλη, όμως, δεν είχε ακόμη κατοικηθεί και βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία εξαγοράς των οικημάτων. Το πλήθος των Αμπελοκήπων περικυκλώνει τον υπουργό και ζητάει να μεταφερθεί στα άδεια σπίτια. Ο υπουργός χαρακτηρίζει θεομηνία την καταστροφή, τους υπόσχεται τροφή και νερό και προτείνει να παραμείνουν σε σκηνές στην περιοχή του καμένου συνοικισμού ή να μεταφερθούν προσωρινά σε κοντινές στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Στις θορυβώδεις αποδοκιμασίες του πλήθους, ο υπουργός απαντά με μια υπόσχεση: το επόμενο πρωί θα διατάξει την μεταφορά όσων πυροπαθών δεν μείνουν στις σκηνές στον ακατοίκητο Ποδονίφτη «μέχρι τῆς ὁριστικωτέρας διευθετήσεως τοῦ ζητήματος τῆς στέγης». Την ίδια ώρα, δυο λόχοι του πεζικού μετακινούνται στον Ποδονίφτη για να διασφαλίσουν ότι τα σπίτια του νέου συνοικισμού δε θα καταληφθούν βίαια από τους πληγέντες.
Οι πυροπαθείς περνούν μια δύσκολη νύχτα στους Αμπελόκηπους: ορισμένοι φιλοξενούνται σε όσες παράγκες δεν έχουν καεί, λίγοι διανυκτερεύουν στους κοντινούς στρατώνες κι οι περισσότεροι στην ύπαιθρο, χωρίς σκηνές, σκεπάσματα και ρούχα – κυρίως, όμως, χωρίς ορατό αύριο. Το επόμενο πρωί, η οργή έχει κορυφωθεί. Από το ξημέρωμα σχηματίζονται ομάδες που σκέφτονται τη βίαιη κατάληψη των οικημάτων του Ποδονίφτη. Στις 8 το πρωί, στριμώχνουν σ’ένα δωμάτιο την Επιτροπή Πυροπαθών που είχε σχηματιστεί την προηγούμενη ημέρα καθ’ υπόδειξιν του υπουργού. Η επιτροπή, που απαρτίζεται από τον αστυνόμο του συνοικισμού, τον επόπτη, τον ιερέα και τον πρόεδρο της κοινότητας, υποχρεώνεται να μεταφέρει στον υπουργό το λαϊκό αίτημα. Ο υπουργός Προνοίας δεν έχει και πολλές επιλογές και εντέλει παραχωρεί οριστικά μέρος των οικημάτων του Ποδονίφτη σ’ όσους δεν θέλουν να παραμείνουν στον «πρός ἀνέγερσιν» συνοικισμό του Γηροκομείου. Γύρω στις 350 οικογένειες δηλώνουν το ίδιο πρωί ότι θέλουν να μετακομίσουν. Αργότερα την ίδια μέρα, άλλες 100 περίπου οικογένειες ακολουθούν τις πρώτες. Έχει μεσολαβήσει η διανομή των «βοηθημάτων», η οποία περιγράφεται ως εξής στις εφημερίδες της 30ης Ιουλίου 1927: «Τὴν 1ην μ.μ. κατέφθασαν δύο αὐτοκίνητα φέροντα μηδαμινὴν ποσότητα τυροῦ, μερικὰ κυτία γάλακτος καὶ ὀλίγους ἄρτους. Ἐκ τούτων ὁ μὲν τυρὸς κατέστη ἀόρατος μέχρις ἑσπέρας, τὸ γάλα ἐπίσης, αἱ δὲ ἐλαῖαι εἰς ἐλαχίστην ποσότητα ἀπετέλεσον τὸ γεῦμα τῶν θυμάτων τοῦ Κράτους. Μερικοὶ ψάθινοι πίλοι [σ.σ. καπέλα] ἐκδρομῆς ἀποσταλέντες διὰ τοὺς ἑξαγριωθέντας ὑπὸ τὸν μεσημβρινὸν ἥλιον πυροπαθεῖς, διενεμήθησαν μόλις τὴν 7.30 μμ καὶ κατὰ τρόπον ποὺ κατεξεσχίσθησαν ὅλοι».
Το απόγευμα, πραγματοποιείται συγκέντρωση που καλεί το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών-Αγροτών. Οι χωροφύλακες επιχειρούν να συλλάβουν έναν πωλητή του Ριζοσπάστη, έναν πρόσφυγα που διανέμει προκήρυξη του ΕΜΕΑ, αλλά και τον βουλευτή του ΕΜΕΑ Κυριακόπουλο. Καμιά απ’αυτές τις συλλήψεις δεν πραγματοποιείται τελικά κατόπιν παρέμβασης των προσφύγων. Στο μεταξύ, από τις 3 το μεσημέρι έχει ξεκινήσει η μεταγωγή των πυροπαθών στον μακρινό Ποδονίφτη με στρατιωτικά οχήματα. Κι αυτή δεν είναι χωρίς παρατράγουδα: «Κατὰ τὴν μετακόμισιν ἤρχισαν ἐκ νέου συμπλοκαὶ μὲ τὰ ὄργανα τοῦ ὑπουργείου. Τὸν ἀνώτερον ὑπάλληλον Παπαϊωάννου ὑβρίζοντα τοὺς πρόσφυγας καὶ ἀποπειραθέντα νὰ συλλάβη δίοπον τοῦ ναυτικοῦ, πρόσφυγα, ἐγιουχάρησαν ἀγρίως ἅπαντες οἱ παρευρισκόμενοι γενομένων δὲ ἀκολούθως συζητήσεων καὶ ἐπιμένοντος τοῦ ἐν λόγω ὑπαλλήλου ὅτι δὲν τρέφεται ἀπὸ τὸν ἱδρώτα τοῦ ἐργαζόμενου Λαοῦ, ἡ πρόγκα ἐπανελήφθη ἐκ νέου».
Στον μακρινό Ποδονίφτη η δημόσια δύναμη προσπαθεί να ελέγξει την κατάσταση: «Κατὰ τὴν μετακόμισιν ἰσχυραὶ περίπολοι πεζικοῦ, μ’ ἐφ’ ὅπλου λόγχην, ἐσταμάτων τὰ αὐτοκίνητα καὶ ἤλεγχον τὰς ὑπὸ τοῦ Παπαϊωάννου ἀποστελλομένας διατακτικᾶς ἐγκαταστάσεις. Τὸ τοιοῦτον εἶχε καὶ τὴν κωμικήν του πλευρὰν ἀπαγορευομένης τῆς διόδου εἰς τὰ διερχόμενα διὰ τὰ χωριὰ τῆς Ἀττικῆς αὐτοκίνητα καὶ εἰς αὐτὰ ἀκόμη τὰ ρωμαντικὰ ζεύγη. (…) Ἀρκεταὶ οἰκογένειαι, διανυκτερεύουν ἀκόμη ἔξω τῶν οἰκημάτων».
Κάπως έτσι έφτασαν στον Ποδονίφτη οι πρώτοι πρόσφυγες κάτοικοί του, πριν από 86 χρόνια: πεινασμένοι, διψασμένοι, με καμένα όλα τους τα υπάρχοντα και με τα χέρια τους λερωμένα από τις στάχτες της «αποκατάστασης» που τους επιφύλαξε το ελληνικό κράτος μετά την περιπέτεια του 1922. Είχαν, όμως, αρκετή αποφασιστικότητα για να επιβάλλουν την καλύτερη διαθέσιμη λύση στο θεμελιώδες ζήτημα της στέγης και αρκετή δημιουργικότητα για να αρχίσουν απ’ την αρχή τη ζωή τους στη Νέα Φιλαδέλφεια, τη νέα τους πατρίδα.
π.