Image

Πολίτικος δημοτικισμός: Ελισαίος Γιανίδης, ο Οικοδόμος

Στον Κώστα Π. Παντελόγλου, τον φλογερό Οικοδόμο

Το όνομα του Ελισαίου Γιαννίδη μού ήτανε οικείο από τα παιδικά μου χρόνια. Ήτανε γείτονες με τον Ψυχάρη, το Γληνό, τον Κορδάτο, στεκόταν κοντά στην Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και στο Αλφαβητάρι με τον ήλιο. Τα βιβλία του Γλώσσα και ζωή και Γλωσσικά πάρεργα, με τα χαρακτηριστικά τους χρώματα, μπλε το ένα, κόκκινο το άλλο, βρίσκονταν όπως θα λέγαμε “από πάντα” στο ράφι με τα εκπαιδευτικά και τα γλωσσικά στη βιβλιοθήκη του πατέρα μας. Στο εξώφυλλό τους έγραφε «δεν έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» – o Σολωμός προμετωπίδα στην έκδοση του Ελισαίου Γιανίδη από τις εκδόσεις Κάλβος. 

Η γλώσσα στα βιβλία αυτά σπαρταρούσε από ζωή, μα ήτανε και απόλυτα μελετημένη, οι ιδέες φρέσκες, το χιούμορ λεπτό, τα παραδείγματα που παρέθετε ο συγγραφέας από τον Τύπο κι από την καθομιλουμένη συστηματικά συγκεντρωμένα, η επιχειρηματολογία υπέρ της δημοτικής σοβαρή, πρωτότυπη, έξυπνη, και σήμερα ξαφνιάζει. Μια σύντομη αναφορά ωστόσο κάποτε σε μάθημα του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας μάς είχε παρουσιάσει τον Ελισαίο Γιανίδη ως ακραίο δημοτικιστή. Μου είχε φανεί παράξενο: στο μυαλό μου έρχονταν τα επιχειρήματά του, η λαμπερή μαθηματική του λογική, ο κατανοητός του λόγος. Ο συγγραφέας που είχα εγώ γνωρίσει ήταν όλος ζωή, με κείνο το πάθος που δίνει στον άνθρωπο η πίστη σε ιδέες δίκαιες, μα σε καμιά περίπτωση εμπαθής. 

Πως ο Ελισαίος Γιανίδης (1865 – 1942) ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του δημοτικισμού, με τολμηρές προτάσεις για την ορθογραφία, δεν είναι άγνωστο – ίσως μόνο να μην είναι γνωστό το πόσο πολλά του χρωστάμε, όσον αφορά τις ιδέες του σχετικά με την τυποποίηση της δημοτικής, αλλά και το μονοτονικό σύστημα. Το γεγονός όμως ότι ο Ελισαίος Γιανίδης και ο γαλλοσπουδασμένος Κωνσταντινοπολίτης γεωπόνος και φυσικομαθηματικός Σταμάτιος Σταματιάδης, που είχε στα νιάτα του αριστεύσει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, και που το 1902 δημοσίευσε στο περιοδικό Αρχιμήδης του Ελληνικού Πολυτεχνικού Συλλόγου τη διδακτορική του διατριβή στην Άλγεβρα ήταν το ίδιο πρόσωπο, αυτό είναι νομίζω λιγότερο γνωστό κι έχει συνάμα τη σημασία του. 

Γι’ αυτό και είναι ένα σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε. Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης έχει συνδεθεί γλωσσικά σε μεγάλο βαθμό με το λογιωτατισμό, τους Φαναριώτες, το Πατριαρχείο. Κι όμως, στην Πόλη ιδρύθηκε το Αδερφάτο του Δημοτικισμού, λειτούργησαν σαλόνια δημοτικιστών και δημοτικιστριών, εκδόθηκαν περιοδικά, όπως ο Λόγος, στο οποίο ο Γιανίδης ήταν τακτικός συνεργάτης, έγινε αγώνας για τη δημοτική γλώσσα και υπήρξαν διώξεις. 

Η καταγωγή του Γιανίδη από την Πόλη αποκαλύφθηκε σε μένα όταν ο ερευνητικός πατέρας μας μου εμπιστεύτηκε μερικές σελίδες της Νέας Εστίας της 1ης Μαρτίου 1942 (τ. 358, 182-185). Σ’ αυτές περιλαμβάνονταν κείμενα γραμμένα από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τον Όμηρο Μπεκέ, τον Άγγελο Τερζάκη, το Γιάννη Χατζίνη και το Χρ. Ανδρ. Μάνεση. Στα κείμενα αυτά, μαθητές και συνοδοιπόροι αποχαιρετούν «τον ακέραιο άνθρωπο, το δικό και το φίλο, τον πολυμερή επιστήμονα, το σοφό, το στοχαστή, το δάσκαλο», όπως γράφει ο Τριανταφυλλίδης. Είναι θαυμάσιο το πορτραίτο του ανθρώπου όπως αναδύεται από τα κείμενα αυτά, που τον παρουσιάζουν σα δάσκαλο και σαν επιστήμονα με πολυσχιδή δράση, από τη γλώσσα και τη γεωπονία (με συγγραφικό έργο σχετικό με την οινοποιία), ως τη γεωμετρία και τη μουσικολογία, ιδιαίτερα την εναρμόνιση της βυζαντινής μουσικής, με την οποία ασχολήθηκε συστηματικά – όπως με όλα τα ζητήματα για τα οποία παθιάστηκε – ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πλευρές όλες της προσωπικότητας του Ελισαίου Γιανίδη, που συνδέονται ίσως και με τη λαγαρή λογική της επιχειρηματολογίας που αναδύεται από τα έργα του.

Στις σελίδες αυτές της Νέας Εστίας, η πρώτη νύξη σχετικά με την καταγωγή του Γιανίδη δε γίνεται από τον Τριανταφυλλίδη, ο οποίος γράφει το πρώτο αντίο, αλλά από τον Όμηρο Μπεκέ (1886-1971). Ο Όμηρος Μπεκές ήταν Κωνσταντινοπολίτης και ο ίδιος, μεταπαλαμικός ποιητής, λογοτεχνικός μεταφραστής και ένθερμος δημοτικιστής, που είχε γράψει τόσο στο περιοδικό Λόγος της Πόλης, όσο και στον αθηναϊκό Νουμά. Γράφει λοιπόν ο Μπεκές: «ήρθαμε […] εμείς οι φίλοι της Πόλης, εμείς οι εταίροι του Λόγου, οι μαθητές και συναγωνιστές σου, για να σου πούμε τον τελευταίο μας χαιρετισμό και να σου δώσουμε την τελευταία μας υπόσχεση, την υπόσχεση να παραμείνουμε όπως μας έπλασε η Σοφία και η Αρετή σου: ικανοί ν’ ακούμε και να λέμε την αλήθεια στη γλώσσα την αληθινή». 

Η πιο σημαντική όμως αναφορά στη σχέση του Ελισαίου Γιανίδη με την Πόλη γίνεται από το Χρ. Ανδρ. Μάνεση, που μια μικρή έρευνα μού έδειξε πως δεν είναι άλλος από το Χριστόφορο Χρηστίδη, μαθητή του Γιανίδη στο Ζωγράφειο της Κωνσταντινούπολης – να σημειώσουμε εδώ πως ο Χρηστίδης ήταν ο πρώτος νομικός που, εμπνευσμένος από το δάσκαλό του, μετέγραψε αργότερα συστηματικά και με πείσμα τον αστικό κώδικα (1963) και το Σύνταγμα (1965) στη δημοτική, σε εποχές που κάτι τέτοιο θεωρούνταν αδιανόητο ακόμη και για αρκετούς δημοτικιστές. Στο κείμενό του, με τίτλο «Το τεσσεράγκουνο της κατωτεντώστρας» (δηλαδή το… τετράγωνο της υποτείνουσας) ο Χρηστίδης παραθέτει την αφήγηση μιας ιστορίας που θα ξανασυναντήσουμε να αφηγείται, με την ίδια πάντα συγκίνηση, στο βιβλίο που θα εκδώσει για τον Ελισαίο Γιαννίδη το 1981, το οποίο περιλαμβάνει δύο ομιλίες που έδωσε για το δάσκαλό του στο Ίδρυμα της Σχολής Μωραΐτη. Μόνο αν αναλογιστούμε το γεγονός πως ο Γιανίδης είχε πεθάνει από το 1942, θα μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της επίδρασης, το θαυμασμό και την αγάπη προς το δάσκαλο.

Αφηγείται λοιπόν ο Χρηστίδης πως μια μέρα, όταν ήταν παιδιά, έκαναν μια τρομερή φάρσα στον καθηγητή της Γεωμετρίας: έγραψαν σε «μαλλιαρή» γλώσσα το Πυθαγόρειο θεώρημα στον πίνακα, με την ενθάρρυνση του καθηγητή των γαλλικών, που είχε ενημερώσει «παρεμπιπτόντως» τα παιδιά, «παιδιά της Πόλης» που βρισκόταν τότε «στη βράση του δημοτικισμού», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Χρηστίδης, πως ο καθηγητής των φυσικομαθηματικών Στ. Σταματιάδης, ήταν κι αυτός – τι κρίμα – από τους «χυδαϊστάς». Και, περιμένοντας τον καθηγητή, άρχισαν να το απαγγέλλουν με μανία. «Κι όταν ο ένοχος καθηγητής των φυσικομαθηματικών μπήκε στην τάξη μετά το διάλειμμα, η ιερή ορμή μας ζωντάνεψε την καλλιγραφημένη φράση – μουρμουρητό στην αρχή, αλαλαγμός κατόπι – στα γυμνασμένα λαρύγγια των σαρανταπέντε ελπιδοφόρων θηρίων που συναποτελούσαν τη δεύτερη τάξη του Ζωγραφείου».

Η αντίδραση του καθηγητή, όταν κατάλαβε τι συνέβαινε, έμεινε αξέχαστη στο μικρό μαθητή: «Τη μέρα εκείνη, μέσα στο σύννεφο της σκόνης που σήκωνε το εθνοσωτήριο ποδοβολητό μας, το φωτεινό χαμόγελο του Σταματιάδη μου έδωσε το πρώτο μήνυμα του Δημοτικισμού». Και περιγράφει πώς, με το πέρασμα των χρόνων, «το ανάστημα των δασκάλων μας άρχισε να παίρνει στα μάτια μας τις πραγματικές του διαστάσεις. […] Οι περισσότεροι έγιναν πια για μας μέτριοι άνθρωποι. Και κάποιοι τους, μετριώτατοι ανθρωπάκοι. Ένας-δυο μεγάλωσαν με την απομάκρυνση. Περισσότερο απ’ όλους, ο Σταματιάδης. Καθώς περνούσε ο καιρός κι έσβυναν από τη μνήμη μας οι φυσιογνωμίες των άλλων, η προσωπικότητά του μεταμορφωνόταν. Ο καθηγητής των Φυσικομαθηματικών Στ. Σταματιάδης γινόταν ο Δάσκαλος Ελισαίος Γιανίδης, ένας από τους ηγέτες του Δημοτικισμού. 

Στο οικοδόμημα της εθνικής μας γλώσσας άλλοι ασχολήθηκαν με τη διακόσμηση και τα στολίδια. Ο κόσμος ο πολύς τους παρακολούθησε και δοξάστηκαν. Ο Ελισαίος Γιανίδης δούλεψε ακούραστος στα θεμέλια. Μεθοδικά, στοχαστικά, φιλοσοφημένα, αγωνίστηκε να δώσει υπόσταση στην επιστημονική διαμόρφωση της δημοτικής». 

Αναφέρεται στη συνέχεια ο Χρηστίδης με συντομία στο έργο του Γιανίδη, και καταλήγει στην έκδοση της Γεωμετρίας του στη δημοτική το 1938 (μετά την Αστρονομία του που είχε εκδοθεί το 1930), «ένα βιβλίο που αξίζει τριακόσιους τόμους έρωτα σε πεζό και σε στίχους». Αντικρύζοντάς το, μας λέει, «αντίκρυσα πάλι το φωτεινό χαμόγελο του Σταματιάδη. […] Ο Δάσκαλος δεν βιάστηκε ν’ απαντήσει στην αμυαλιά των παιδιών, στη συκοφαντία των συναδέλφων του. Με τη νηφάλια αυτοπεποίθηση του σοφού, που ξέρει πως το έργο του ξεπερνά τα χρονικά περιθώρια μιας ανθρώπινης ζωής, ο Γιανίδης μας έδωσε την απόκρισή του μετά εικοσπέντε χρόνια». 

Στη νηφαλιότητα του Γιαννίδη αναφέρεται και ο Γιάννης Χατζίνης στο δικό του κείμενο: «Μέσα σ’ έναν κόσμο που φλέγονταν και παραφερόταν, ο Ελισαίος Γιανίδης διατηρούσε όλη τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία του, κι αυτός είναι ο ένας λόγος που τα επιχειρήματά του στάθηκαν τόσο ακαταμάχητα». Διότι «ο σκοπός είναι να πείσουμε, όχι να προκαλέσουμε αντίδραση. Ακόμη: Να υπηρετήσουμε την αλήθεια, όχι να κυνηγήσουμε τη δόξα». Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που ο Εμμανουήλ Κριαράς στο βιβλίο του το αφιερωμένο σε κείνον έδωσε τον τίτλο Ελισαίος Γιανίδης. Ο Νηφάλιος (Θεσσαλονίκη 1999). 

Οι ιδέες ωστόσο του Γιανίδη και η ανταρσία των παιδιών φαίνεται πως του στοίχισαν ακριβά, γιατί έχασε τη δουλειά του στο Ζωγράφειο και βρέθηκε να δουλεύει σε ιδιωτικά σχολεία της Πόλης (βλ. Χρηστίδης 1981: 40, Κριαράς 1999: 26), παλεύοντας για την επιβίωση σε δυσμενείς συνθήκες και με κλονισμένη υγεία από τη φυματίωση που τον είχε προσβάλει από το 1906. Ο Γιανίδης είχε επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη μετά από αρκετά χρόνια σπουδών στο εξωτερικό (στο Μονπελιέ της Γαλλίας, στη Βόρεια Ιταλία και αλλού) και διδασκαλίας στην Αθήνα, σε Γεωργικές Σχολές, στη Βιομηχανική Ακαδημία Ρουσοπούλου όπου έδωσε τις δύο σημαντικές του ομιλίες για τη γλώσσα, για τις οποίες επαινέθηκε από τον Ξενόπουλο και τον Παλαμά, στο Βαρβάκειο απ’ όπου παύτηκε όταν είπε στα παιδιά πως αν είναι να κλίνουμε «η Κίνα – της Κίνης και η Μόσχα – της Μόσχης» θα έπρεπε να λέμε και «η Μαρίκα – της Μαρίκης» (βλ. Χρηστίδης 1981: 31), και μετά σε δημόσια σχολεία στη μέση εκπαίδευση – μα ούτε και στο διευθυντή του στα Πατήσια άρεσαν οι χορωδίες που οργάνωνε ή τα μαθήματα στο ύπαιθρο. Στην Πόλη έγραψε και το κείμενο «Οικοδόμοι και Εμπρηστές ή Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και η Έκθεση της Επιτροπείας», όταν είδε πως τα γλωσσικά πράγματα βρίσκονταν πάλι σε κίνδυνο, κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1921 στο περιοδικό Λόγος. Δίδαξε αργότερα για μια διετία και στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρξε καθηγητής του Γ. Βαφόπουλου – απ’ όπου πέρασε, ο Γιανίδης έμεινε αξέχαστος. Στην Αθήνα ξαναγύρισε το 1924 μετά την Καταστροφή κι εδώ άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στην Κατοχή. Τοποθετείται όμως στον αστερισμό των δημοτικιστών της Πόλης, μαζί με το γιατρό Φώτη Φωτιάδη (1849-1936), γεννημένο, όπως ο Γιανίδης, στο Νηχώρι του Βοσπόρου, το Μένο Φιλήντα από την Αρτάκη του Μαρμαρά (1870-1934), τον Όμηρο Μπεκέ και άλλες προσωπικότητες σημαντικές.

Πολλά ακόμη μπορεί να πει κανείς και να γράψει για τον Ελισαίο Γιανίδη, δε θα εξαντλήσουμε όμως όλα όσα έχουμε να πούμε εδώ. Θα πρέπει βέβαια να δώσουμε το λόγο στον τέταρτο των αποχαιρετισμών της Νέας Εστίας του 1942, στον Άγγελο Τερζάκη. Γράφει λοιπόν ο Τερζάκης: 

«Του ζήτησα τα φώτα του στην Αθήνα, μια φορά που το γλωσσικό ζήτημα είτανε να συζητηθεί στη Γερουσία. Γνωστοί μου γερουσιαστές με είχανε παρακινήσει να τους εφοδιάσω μ’ επιχειρήματα. Σκέφτηκα, από σκοπιμότητα, τα Ιστορικά. Έλεγα πως η σοφή ευγλωττία της Ιστορίας θα είχε περισσότερες πιθανότητες να συγκινήσει μια ομήγυρη συντηρητική. Ζωηρά μ’ απότρεψε ο Γιανίδης: 

Όχι, Ιστορία, τι να την κάνεις την Ιστορία! … Η γλώσσα είναι ανάγκη ζωής.»

«Γλώσσα και ζωή», δηλαδή, όπως είχε ονομάσει το βιβλίο του το 1908. Τόλμη μεγάλη να μιλήσεις για ανάγκες, για πραγματική ζωή, για γλωσσική αλλαγή, χρήσεις και ποικιλότητα, όπως έκανε ο Γιανίδης. Τόλμη μεγάλη να δώσεις σε κεφάλαιό σου τον τίτλο «Ανάγκη» και να απενοχοποιήσεις τη χρήση της γλώσσας που έμαθες παιδί και που χρησιμοποιείς στο κάθε μέρα σου – ακόμη και σήμερα δε θεωρείται αυτονόητο κάτι τέτοιο παρά μόνο από γλωσσολόγους. Σε νέους συντηρητισμούς έχουμε περάσει πια, εκείνους της λόγιας δήθεν γλώσσας και των αρχαϊσμών.

Μα ο Γιανίδης ήταν πνεύμα σκεπτόμενο και προοδευτικό με την ουσιαστική έννοια του όρου, κι όχι μόνο πάνω στα ζητήματα τα γλωσσικά. Αυτό δείχνει και το φιλοσοφικό του έργο, Το Μεγάλο Πρόβλημα. Δοκίμιο κριτικής του υλισμού (1925). Πολύ νωρίτερα, το φλογερό γράμμα υποστήριξης στις διεκδικήσεις των γυναικών που έγραψε στην Καλλιρρόη Παρρέν – όχι στη δημοτική. Γιατί δεν ξεκίνησε από τη δημοτική ο Γιανίδης, μετά από ώριμη σκέψη κατέληξε εκεί, με επιχειρήματα που έδεσαν το συναίσθημα με τη λογική – μια και η γλώσσα δεν μπορεί να μιλά μόνο στο νου αλλά και στην καρδιά, και σ’ αυτή να καθρεφτίζεται η ψυχή, «με τον πόνο της, με τη χαρά της, με τα όνειρά της», όπως γράφει στη Γλώσσα και ζωή του.

Ο πατέρας μας ο Κώστας Παντελόγλου, που μας γνώρισε τον Ελισαίο Γιανίδη, ήταν κι εκείνος των θετικών επιστημών, πολιτικός μηχανικός, ευαισθητοποιημένος ήδη από τα ανήσυχα νιάτα του στα ζητήματα τα γλωσσικά και όχι μόνο. Πνεύμα ερευνητικό, έτοιμος πάντα να αναρωτηθεί, σε αναζήτηση της αλήθειας. Πολίτικης κι εκείνος – και σμυρνέικης – καταγωγής. Και νηφάλιος. Το κείμενο αυτό δικαιωματικά του το αφιερώνω.

λ.